29 Μαΐ 2017

Του Χρήστου Χωμενίδη 
"Συγγνώμη αλλά δεν θα έρθω αύριο. Δεν μπορώ να έρθω. Έχουν απεργία τα μέσα μαζικής μεταφοράς. Άμα πάρω ταξί από το Μαρούσι για Φάληρο κι έπειτα πάλι πίσω, θα βγω εκτός προϋπολογισμού. Τριάντα ευρώ θα γράψει το ρολόι, και λίγα λέω. Δεν μού περισσεύουν...".
Η Άννα ήταν -το συνηθίζει- αφοπλιστικά ειλικρινής. Μακάρι να είχαμε αυτοκίνητο, να την πηγαινοφέρναμε εμείς. Μακάρι να δεχόταν να της πληρώσουμε ρεφενέ το ταξί, όπως σκοπεύαμε να κάνουμε με την ταβέρνα. Μα δεν υπήρχε περίπτωση. Θα έπρεπε, φευ, να συμφιλιωθούμε με την απουσία της απ' την εαρινή συνάντηση της εφηβικής μας παρέας. 
Η Άννα κλείνει φέτος τα σαρανταεφτά και τυπικά δεν ανήκει σε ό,τι οι πολιτικοί αποκαλούν "ευπαθείς ομάδες του πληθυσμού". Δεν είναι άνεργη - αποτελεί, αν και υπάλληλος, την ψυχή του βιβλιοπωλείου της γειτονιάς της. Δεν αντιμετωπίζει πρόβλημα στέγης, οι γονείς της τής άφησαν ένα ευήλιο διαμέρισμα, όπου βολεύεται μια χαρά μαζί με τον δεκαεξάχρονο γιό της. Δεν δηλώνει αδυναμία να πληρώσει τη ΔΕΗ. Ούτε τις εισφορές που αυξάνονται μήνα με τον μήνα. Πιστή -πάση θυσία- στην παρακαταθήκη του πατέρα της να μη χρωστάει ποτέ τίποτα σε κανέναν, μετράει και ξαναμετράει τα λεφτά της, στερείται εν ανάγκη τον καφέ και τα τσιγάρα της, παραμένει εντούτοις πάντοτε "ταμειακώς εντάξει". 
Όσο αντέχει, θα διακονεί το ήθος και το ύφος της παλιάς καλής μεσαίας τάξης. Θα ντύνεται κομψά -με ρούχα έστω αγορασμένα από καλάθια στις εκπτώσεις-, θα πηγαίνει στο θέατρο -με πρόσκληση εν ανάγκη, προσφορά ραδιοφωνικού σταθμού-, θα καλεί φίλους στο σπίτι της και θα τους φτιάχνει πεντανόστιμες μακαρονάδες. 
Η Άννα δεν κατάπιε ούτε για μισή στιγμή το δόλωμα της "αντιμνημονιακής αληταρίας" όπως την αποκαλεί. Στην πιάτσα από τα δεκαοχτώ της, καταλάβαινε πολύ καλά -δεν είχε ανάγκη να διαβάσει εμβριθείς αναλύσεις- πώς ακριβώς η Ελλάδα χρεοκόπησε. Και γιατί, εάν δεν διαθέταμε το δίχτυ ασφαλείας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θα ξαναζούσαμε σκηνές κατοχής και εμφυλίου. Θα οργίαζαν οι μαυραγορίτες. Θα σφάζονταν στους δρόμους συμμορίες με ιδεολογικό προσωπείο. Η Άννα, με θείο που βασανίστηκε στη Μακρόνησο και άλλον θείο  που έπεσε ηρωικά πολεμώντας με τον Εθνικό Στρατό στο Γράμμο, έχει εξ'απαλών ονύχων αφομοιώσει πως δεν υπάρχει μεγαλύτερη κατάρα από τον Διχασμό. Κι ότι όσοι σκούζουν εκκωφαντικά υπέρ του λαού και της πατρίδας, είναι εκείνοι ακριβώς που λαχταράνε να κυλήσει αίμα αδελφικό. Για να το πιούν.
Η Άννα πιστεύει ολόψυχα στην ανάγκη να εξελιχθεί κάποτε η Ελλάδα σε μια κανονική χώρα. Με νόμους που δεν θα θυμίζουν απ'την ψήφιση τους σουρωτήρια. Με κράτος που θα προνοεί για τους πιό αδύναμους, ακόμα και για τους πιό απερίσκεπτους. Με εκπαίδευση η οποία θα παρέχει ουσιαστικά εφόδια, δεν θα σού δίνει μόρια για το δημόσιο μα δεξιότητες ώστε να κερδίζεις τη ζωή σου. Με δημόσια υγεία που θα εξασφαλίζει αξιοπρεπή περίθαλψη στον οποιονδήποτε. 
Η Άννα θα στηρίξει όλες τις μεταρρυθμίσεις προς την παραπάνω κατεύθυνση. Η Άννα όμως ζορίζεται. Ζορίζεται άσχημα. 
Το κομπόδεμα, που είχε φτιάξει τις χαρισάμενες εποχές -"για μια ώρα ανάγκης"- κι απ'το οποίο επιδοτούσε το βαλάντιό της, έχει πλέον εξανεμιστεί. Πρέπει να τα βγάζουν πέρα, εκείνη και ο γιός της, με τριάντα ευρώ την ημέρα σκάρτα. Το σούπερ μάρκετ δεν έχει φτηνήνει. Ούτε βεβαίως τα καλά φροντιστήρια.  
"Οι θεομπαίχτες, οι Συριζανέλ, αργά ή γρήγορα θα μάς αδειάσουν τη γωνιά" σκέφτεται. "Θα τους διαδεχθεί μία κυβέρνηση, η οποία θα διαθέτει ένα μίνιμουμ σοβαρότητας. Δεν θα πουλάει φύκια για μεταξωτές κορδέλες, δεν θα κάνει κουτσαβάκικες διαπραγματεύσεις που θα μας φεσώνουν δεκάδες δισεκατομμύρια. Θα λάβει -λέει- μέτρα για την ουσιαστική ανάκαμψη, για την τόνωση της επιχειρηματικότητας, για την προσέλκυση επενδύσεων... Αμήν. Πώς ακριβώς όμως τα μέτρα της θα βελτιώσουν τη δική μου κατάσταση; Ακόμα κι αν αντιστραφεί άρδην το γενικό κλίμα, θα επηρεαστεί διόλου η καθημερινότητα μιάς πενηντάρας σχεδόν εμποροϋπαλλήλου;  Ή θα με γράψουν στα κατάστιχά τους σαν χαμένη περίπτωση, μέρος ενός πολτού ο οποίος δεν διαθέτει τις απαραίτητες για τον 21ο αιώνα δεξιότητες; Ενός πληθυσμού επαγγελματικά γερασμένου, ανίκανου να προσαρμοστεί στις νέες απαιτήσεις, προορισμένου να φυτοζωεί ώσπου να πεθάνει; 
Ας υποθέσουμε ότι ο τουρισμός καλπάζει, πως πραγματοποιούνται μεγαλεπήβολα έργα, ότι στη θέση του αεροδρομίου του Ελληνικού φυτρώνει -πότε αλήθεια;- ένα Ελντοράντο κι ότι ο Πειραιάς εξελίσσεται στο πιό πολυσύχναστο λιμάνι της Ευρώπης. Θα φωτιστεί έστω και εξ αντανακλάσεως το Μαρούσι, η Κυψέλη, ο Βύρωνας, γειτονιές που ξεχείλισαν από κόσμο σε μια πρό-προηγούμενη ιστορική φάση, κόσμο που σήμερα ασφυκτιά;"
Η Άννα ποντάρει το αίμα της καρδιάς της στο μέλλον του γιού της δίχως να περιμένει κανενός είδους αντίδωρο. Το έχει πάρει για τον εαυτό της απόφαση πως θα δουλεύει όσο τη βαστούν τα πόδια της κι όσο δεν την προδίδει το μυαλό της. Ξέρει ωστόσο ότι οι συνομήλικοί της είναι αριθμητικά περισσότεροι από τη γενιά των παιδιών τους, ας μη μιλήσουμε δε για τα εγγόνια. Συνειδητοποιεί ότι το δημογραφικό πρόκειται να εξελιχθεί σε βρόγχο για την Ελλάδα. Τής ίδιας δεν τής φαίνεται καθόλου τραγικό να γεράσει τρώγοντας μακαρόνια και φακές, διαβάζοντας βιβλία, βλέποντας ταινίες στον υπολογιστή της, φροντίζοντας τα λουλούδια στο μπαλκόνι της. (Ίσως επειδή έζησε άγρια νιάτα, γλέντησε, ερωτεύτηκε, ταξίδεψε, τα δοκίμασε σχεδόν όλα...) Κοιτάει εντούτοις γύρω της, συνομιλεί με γείτονες και με πελάτες στο βιβλιοπωλείο. Και μας το λέει ορθά-κοφτά:
"Εγώ θα αντέξω, μη με φοβάστε. Οι γύρω μου όμως, τέως μικρομεσαίοι, δεν πρόκειται. Άμα δεν δουν χαϊρι με την επόμενη κυβέρνηση, μεθεπόμενη στάση Χρυσή Αυγή. Όπως το ακούτε. Χρυσή Αυγή."
* Ο κ. Χρήστος Χωμενίδης είναι συγγραφέας

27 Μαΐ 2017

Του Αντώνη Πανούτσου Από τις αρχές της δεκαετίας του ’80 κάθε ελληνόπουλο μεγάλωνε πιστεύοντας ότι στη χώρα του ζει σε δικτατορία. Στην προσωπική του ζωή καταπιέζεται από μια φασιστική αστυνομία. Και η Ελλάδα είναι μια υπόδουλη χώρα που αγωνίζεται ενάντια στον καπιταλισμό και τον ιμπεριαλισμό. Πραγματική δικαιοσύνη θεωρούσε τα χτυπήματα της 17ης Νοέμβρη. Ανεξάρτητη δημοσιογραφία αυτή που καυτηρίαζε τα εγκλήματα των Αμερικάνων και των ισραηλινών χωροφυλάκων στην Μέση Ανατολή. Είναι το ελληνόπουλο που έμαθε να περιμένει υπομονετικά στο σχολικό του επειδή το κέντρο της Αθήνας είχαν αποφασίσει να κλείσουν κάποιοι και στην παιδική χαρά έμαθε να σουτάρει σε μπασκέτες καλυμμένες από graffiti, δίπλα σε κούνιες που είχαν καταστρέψει βαριεστημένοι χούλιγκαν. Στο δρόμο προς την ενηλικίωση το ελληνόπουλο είχε μάθει να σκάει. Είχε μάθει ότι με το που αντιδρούσε στα προηγούμενα θα τον έλεγαν φασίστα. Έτσι έμαθε να αντιμετωπίζει τον Ρουβίκωνα σαν θεσμό που μπορεί να κάνει ντου στον Ιανό επειδή δεν συμφωνεί με τον Πάγκαλο. Τα τρόλεϊ σαν στόχους των αντιεξουσιαστών του Πολυτεχνείου που αν οι οδηγοί τους δεν θέλουν να τα βλέπουν να καίγονται τα βράδια δεν πρέπει να περνάνε από την Πατησίων αλλά από την Γ’ Σεπτεμβρίου. Και τα ΜΑΤ της Ιπποκράτους σαν κινούμενους στόχους του λούνα παρκ για τις μολότοφ των κουκουλοφόρων των Εξαρχείων. Το ελληνόπουλο έμαθε να είναι δειλό και να κάνει συμψηφισμούς. Όσο αστείοι και να ήταν. Να καταγγέλλουν «αυτούς που κάψανε τον κόσμο στην Marfin» και στην ίδια αναπνοή «τους αμερικάνους που πετάγανε ναπάλμ στο Βιετνάμ». Το ελληνόπουλο του ’80, ο ενήλικας του σήμερα δεν έμαθε να κρίνει αλλά να προσπαθεί να δικαιολογήσει. Τις μολότοφ με την πυρόσβεση, την ισλαμική τρομοκρατία με τις σταυροφορίες, την τρομοκρατία με την οικονομική τρομοκρατία των τραπεζιτών. Αν υπάρχει ιδεολογικό φόντο στην επίθεση στον Λουκά Παπαδήμο στα δεξιά είναι μια ευνουχισμένη αστική τάξη που έμαθε να δέχεται τις πιο απίθανες εξηγήσεις της αριστεράς για τρομοκρατικές επιθέσεις. Αν υπάρχει στα αριστερά, είναι μια αντίστοιχη τάξη αστικής αριστεράς του Μετς και των Βουπού που προσκυνάει τον αντάρτη των πόλεων. Τον «λαϊκό αγωνιστή» που οι αστοί φοβούνται. Ενώ οι αστοί δεν είναι τίποτα περισσότερο από την μαμά του και τον μπαμπά του και ο ίδιος ένα παιδί που αντιλήφθηκε ότι η προσαγωγή στη ΓΑΔΑ δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια περιπέτεια που θα διηγηθεί στην πλατεία το βράδυ. Μια πιο επαναστατημένη μορφή του «δεν πληρώνω», που όχι μόνο δεν πληρώνει αλλά ζει από τα «κατασχεμένα» στο όνομα της επανάστασης λεφτά και απέκτησε εθνικοαπελευθερωτικό μεγαλείο με τον ΣΥΡΙΖΑ που έλεγε ότι η Ελλάδα είναι κάτω από τη γερμανική επικυριαρχία. Οι αντιδράσεις της κυβέρνησης στο τρομοκρατικό χτύπημα στον Παπαδήμο κύριο σκοπό είχαν να μην προσβάλουν τον επαναστάτη τον πόλεων. Com il faut δηλώσεις, όπως το μήνυμα του Νίκου Παππά, «Περαστικά στον Λουκά Παπαδήμο και στους ανθρώπους που επέβαιναν στο αυτοκίνητό του» θα ήταν άψογες αν ο Παπαδήμος και οι συνοδοί του είχαν τρακάρει ή αν είχαν κολλήσει γρίπη. Όσο για τη διατύπωση «Πλήγμα στη δημοκρατία τέτοιες ενέργειες» περισσότερο από υπεράσπιση της δημοκρατίας μοιάζει με προσπάθεια να μην γραφτεί το «τρομοκρατικές» αντικαθιστάμενο από το «τέτοιες». Μετά την τρομοκρατική επίθεση στον Λουκά Παπαδήμο η αμηχανία του ΣΥΡΙΖΑ ήταν προφανής. Ήταν η αμηχανία ενός κόμματος κοινωνικών ευαισθησιών στα δικαιώματα των τρομοκρατών, που είχε πέντε στελέχη του, τους Βένιο Αγγελόπουλο, Δημήτρη Στρατούλη, Νίκο Μανιό, Χριστόφορο Παπαδόπουλο και Παναγιώτη Λάμπρου στην υπεράσπιση της 17 Νοέμβρη, που βρέθηκε να υπερασπίζεται την ασφάλεια ενός τραπεζίτη. Η λύση στο πρόβλημα της τρομοκρατίας δεν βρίσκεται σε #hashtags-wearepapadimos, ούτε σε ευχές για γρήγορη ανάρρωση. Βρίσκεται σε μια κυβέρνηση αποφασισμένη να εφαρμόζει κάθε νόμο που θα ψηφίζεται στη Βουλή. Κάτι προφανώς δύσκολο για μια κυβέρνηση που αντιλαμβάνεται τον ακτιβισμό ανώτερο από τον νόμο και αδύνατο για έναν υπουργό Προστασίας του Πολίτη, όπως ο Τόσκας, που πρέπει να πέρασε από casting ανικανότητας πριν αναλάβει τη θέση.


5 Μαΐ 2017

Tης 
Υπάρχουν δύο αντικρουόμενα οράματα για τη στιγμή που η τεχνητή νοημοσύνη θα καταλάβει την ανθρωπότητα. Ορισμένοι άνθρωποι ανησυχούν ότι όταν τα ρομπότ αποκτήσουν την ικανότητα να αυτοπρογραμματίζονται, θα συνειδητοποιήσουν ότι οι άνθρωποι είναι άχρηστοι και θα θελήσουν να μας ξεφορτωθούν. Άλλοι πιστεύουν ότι την ημέρα που τα ρομπότ θα αποκτήσουν νοημοσύνη -όταν έρθει, δηλαδή, η στιγμή της τεχνολογικής μοναδικότητας- οι άνθρωποι θα γίνουν ένα με τον υπολογιστή, παντογνώστες και αθάνατοι.
Νομίζω ότι όλοι κάνουν λάθος. Τα πράγματα δεν θα εξελιχθούν έτσι. Το μέλλον της τεχνητής νοημοσύνης θα είναι πολύ πιο κοινότυπο, ή ακόμη και εξαιρετικά λυπηρό.
Οι ανθρώπινες φαντασιώσεις για τα ρομπότ πηγάζουν από την κοινή παρανόηση ότι αυτά εργάζονται για την "αλήθεια" ή για κάποιο είδος επιστημονικής αντικειμενικότητας - ή τουλάχιστον ότι υποτάσσονται σε κάποιο αφηρημένο τρίτο μέρος. Από αυτό το σημείο, δεν θέλει πολύ για να σκεφτεί κάποιος ότι θα μεταφέρουν την υποταγή τους στον εαυτό τους, ή τουλάχιστον θα τη στρέψουν ενάντια στους ανθρώπους.
Η πραγματικότητα είναι πολύ διαφορετική. Η τεχνητή νοημοσύνη είναι ένα εργαλείο, συχνά ένα όπλο, που στοχεύει σε ορισμένους ανθρώπους και ελέγχεται από άλλους. Η καραμπίνα μπορεί να χρησιμεύσει ως λογική μεταφορά: μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη διατήρηση της ειρήνης ή την καταστολή αλλά σε κάθε περίπτωση είναι στραμμένη από κάποιον προς κάποιον άλλο. Η μεγαλύτερη διαφορά είναι η κλίμακα. Ένας αλγόριθμος μπορεί να κατασκευαστεί μία φορά, μέσα σε ένα επιστημονικό εργαστήριο, και έπειτα να "εξαπολυθεί" σε δισεκατομμύρια ανθρώπους ταυτόχρονα.
Το μάρκετινγκ της τεχνητής νοημοσύνης τείνει να συσκοτίζει τη φύση της. Είτε χρησιμοποιούνται για την επιλογή ειδήσεων, είτε για τη στοχευμένη διαφήμιση, είτε για την αναγνώριση πιθανών εγκληματιών, οι αλγόριθμοι παρουσιάζονται ως εργαλεία αντικειμενικότητας, που δεν στοχεύουν συγκεκριμένα σε κάποιον, ούτε ελέγχονται συγκεκριμένα από κάποιον. To πρόσωπο αυτών που κρατούν τις καραμπίνες τείνουν να είναι κρυμμένα –συχνά βάσει σχεδιασμού. Αν τους βλέπαμε καθαρά, μπορεί να μην μας άρεσε η θέα.
Τα καλά νέα είναι ότι δεν χρειάζεται να φοβόμαστε την Αποκάλυψη των ρομπότ με τον τρόπο που είναι κοινά αντιληπτή. Οι άνθρωποι δεν θα κατασκευάσουν ρομπότ ικανά να προδώσουν τους ιδιοκτήτες τους, όπως ακριβώς δεν θα σχεδίαζαν μια καραμπίνα με μια κάννη που στρέφεται προς το πρόσωπο που πυροβολεί.
Οι άνθρωποι δεν παραδίδουν την εξουσία εθελοντικά. Αντίθετα, προσπαθούν να συγκαλύψουν την εξουσία, παρουσιάζοντας την ως αβλαβή.
Τα κακά νέα είναι ότι αυτά τα όπλα είναι πράγματι ισχυρά, έχοντας τη δύναμη να καταστρέψουν τις ζωές των ανθρώπων με τρόπους που ποικίλλουν, από το να τους χαρακτηρίσουν υποψήφιους εγκληματίες έως το να τους πάρουν τα παιδιά τους. Μόλις στοχεύσουν ανοιχτά στο κοινό, ίσως να μην είμαστε σε θέση να καταλάβουμε τη διαφορά ανάμεσα στην πραγματικότητα και την Αποκάλυψη. Αν καταλήξουμε να φοράμε υποδόρια τσιπάκια που θα ολοκληρώνουν αυτοματοποιημένα τις σκέψεις μας ενώ θα αγωνιζόμαστε για τις τελευταίες θέσεις εργασίας, ίσως θα τότε θα πρέπει να παραδεχτούμε πως, με μοναδικότητα ή μη, έχουμε γίνει δούλοι των αφεντικών ρομπότ μας.
Δεν είναι τυχαίο ότι ορισμένοι από τους μεγαλύτερους υποστηρικτές της τεχνολογικής μοναδικότητας ζουν και εργάζονται στη Silicon Valley. Δεν βλέπουν τον κίνδυνο από την κυριαρχία των ρομπότ, επειδή είναι εκείνοι που έχουν τώρα το δάχτυλο στη σκανδάλη.

4 Μαΐ 2017

Η ληστεία εγέννησε την πολιτικήν...

"Η αργία εγέννησε την πενίαν. Η πενία έτεκεν την πείναν. Η πείνα παρήγαγε την όρεξιν. Η όρεξις εγέννησε την αυθαιρεσίαν. Η αυθαιρεσία εγέννησε την ληστείαν. Η ληστεία εγέννησε την πολιτικήν. Ιδού η αυθεντική καταγωγή του τέρατος τούτου."
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης1851-1911