10 Απρ 2017

Τα καινούργια παπούτσια

Καλοκαίρι του 1947. Λιγοστοί απομείναμε από την παλιά μας παρέα. Άλλοι νεκροί κι άλλοι στις φυλακές, εξορίες, παράνομοι ή και λουφάξανε μπροστά στην απειλή του θανάτου. Τη μέρα τα μηχανοκίνητα και τη νύχτα οι περίπολοι οργώνουν τις γειτονιές σκορπώντας τον τρόμο. Και το κροτάλισμα του αυτόματου κι οι σκόρπιοι πυροβολισμοί μέσα στη νύχτα σπάζοντας τη... σιωπή γεμίζουν τα σκοτάδια φαντάσματα.

Τον Αύγουστο μάς βρόντηξαν και πάλι την πόρτα νυχτιάτικα. Όπως και την προηγούμενη φορά, με ξύπνησε η μάνα: «Ήρθανε, σήκω…» Μόνο που τώρα οι χωροφύλακες είναι λιγότεροι και περιμένουν τουλάχιστον να βάλω τα ρούχα μου.

Είμαι ο τελευταίος, στο φορτηγάκι της χωροφυλακής τρεις γειτονοπούλες μας επονίτισσες, η Αλίκη της κυρά δασκάλας, η Αννούλα του κουρέα του Γιάννη και η Σούλα η «Γαλατσάνα», η ωραία της γειτονιάς! Μαζί μας κι ο μπάρμπα Σταύρος κι ο Κώστας ο φίλος μου. Νιώθω περήφανος για τις κοπέλες μας, ντρέπομαι που δεν είμαι το ίδιο κεφάτος με κείνες και έχω σκεπάσει με το σακάκι, τα χέρια μη δούνε το τρέμουλο.

Στο Τμήμα μάς περίμεναν δυο νεαροί της ΕΣΑ, που υποδέχονται τις κοπέλες με οικειότητα. Πρώτες φωνάξανε εκείνες και τους δυο νεαρούς να περάσουν στο γραφείο του Παπατσώρη. Ο χωροφύλακας ήρθε ξοπίσω τους να κλείσει την πόρτα κι ένιωσα μέσα μου να αναδεύει η ζήλια. Σε λίγο κάλεσαν να περάσουν ο Κώστας κι ο μπάρμπα Σταύρος. Ο Κώστας βγήκε σε λίγο κρατώντας ένα χαρτί. «Για τον Αϊ Στράτη» μου κάνει αδιάφορα. Ο μπάρμπα Σταύρος καθυστερεί, κι όταν φώναξαν κι εμένα, να μου κοινοποιήσουν την απόφαση της εκτόπισης, ο μπάρμπα Σταύρος πρέπει να βγήκε από την άλλη πόρτα. Ο Κουλούρης, βλοσυρός όπως πάντα ήρθε να μας κατεβάσει στο κρατητήριο.

Κατεβαίνοντας πρόλαβα να δω τα κορίτσια, καθώς βγαίνανε από την πύλη του Τμήματος και την «ωραία μας Γαλατσάνα» να την κρατάει αγκαζέ ο νεαρός με την φιγουράτη στολή της ΕΣΑ.

Ο Κώστας αμίλητος ζάρωσε καθιστός στη γωνιά κι έκρυψε μες στις παλάμες το πρόσωπο του. «Δεν βαριέσαι…» του είπα, έτσι να σπάσω τη σιωπή. «Ο καθένας το δρόμο του». Όμως, η αλήθεια είναι πως από τον μπάρμπα Σταύρο δεν το περίμενα.

Ο Κώστας ανασήκωσε το κεφάλι. «Χτες ρίξανε το Νίκο», μου λέει. Έβγαλε από την τσέπη του και μου έδειξε ένα τσαλακωμένο σημείωμα: «…φίλησε τη μάνα και την Αννούλα μας. Φρόντισέ τες και πες στα παιδιά πως στάθηκα εντάξει». Ακούμπησα το χέρι στον ώμο του. Με κοίταξε για λίγο επίμονα, σκέφτηκα το πόσο έμοιαζαν τα μάτια του με τα μάτια του Νίκου κι ένιωσα ένα κόμπο να μου κλείνει το λαιμό.

Έκανε ώρα πολύ εκείνο το βράδυ να με πάρει ο ύπνος. Να σκέφτομαι τον μπάρμπα Σταύρο, τις κοπέλες, τη σύντομη γνωριμία μου με το Νίκο. Δεν είμαι σίγουρος για το πώς νιώθουν ετούτη τη νύχτα οι κοπελιές. Ας είναι κι ας παν στο καλό. Όμως ο μπάρμπα Σταύρος, ο «παλιός», ο «παλαίμαχος», πρέπει κι αυτός να έχει να περάσει μια άσχημη νύχτα.

Με το Νίκο είχαμε βρεθεί για κάποια δουλειά της οργάνωσης σ' ένα πατάρι της αγοράς, στο Καπάνι. Του είχα παραγγείλει και μου μαστόρεψε ένα ζευγάρι παπούτσια κι όταν μου τα έδινε κάποιες μέρες αργότερα, αστειευόμενος είπε: «Όσο για γερά μη σε νοιάζει, θα τα βρει ακόμα καινούργια η λευτεριά»!

Το πρωί ο πατέρας μου είχε φέρει μαζί με τα ρούχα και τα καινούργια παπούτσια. Του είπα να τα φυλάξει, να τα φορέσω, όταν γυρίσω. Τώρα κάπου θα βρίσκονται στο πατάρι προσμένοντας μια «λευτεριά που δεν ήρθε». Άλλωστε με τα χρόνια που πέρασαν δεν θα είναι πια και της μόδας…

Γιώργος Φαρσακίδης

Απόσπασμα από το βιβλίο του Γιώργου Φαρσακίδη «Σε άνιση μάχη», Θεσσαλονίκη 2012. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου