Αμίλητες στέκουν οι ξερολιθιές στην απάνω στράτα, ακόμη και σήμερα δε μαρτύρησαν, δεν έγιναν ποτέ ρουφιάνες!
Κρύβουν γερά μέσα στα ατσαλένα σπλάχνα τους το ανείπωτο μυστικό της.
Εκεί σχεδόν κάθε νυχτιά η ακριόκορη παράχωνε τα κακογραμμένα ερωτικά της ραβασάκια. Πρώτα σταυροκοπιόταν και μετά τα...
δίπλωνε με τέτοια μανία που τα έκανε να μοιάζουν με κάτι μικρά και περίεργα στραπατσαρισμένα χάρτινα κουτάκια. Πίστευε πως έφταναν με έναν μαγικό τρόπο στα χέρια του πιθανού εραστή, εκείνου του ξένου, που από χρόνια είχε ματιάσει.
Όλα της τα χρόνια πέρασαν στην προσμονή του, και όσο εκείνος δε φαινόταν το κορούλι βάραινε και γινόταν γυναίκα, όμως πείσμωνε πιο πολύ, θυμόταν τα λόγια του πατέρα και της μάνας και παραμιλούσε μέχρι και στα περαστικά γατιά.
-Αυτή δεν ήταν σα τα άλλα κορούλια, ήταν η πρώτη, η καλύτερη καιδεν θα τη διάλεγε κανείς!
Εκείνη θα ξεχώριζε τον πιο σπουδαίο, τον πιο όμορφο, τον πιο καλόγνωμο, μα το πιο ξεχωριστό παληκάρι, θα ήταν και φορτωμένο πτυχία και λεφτά.
Έλεγε πως μπορούσε να δει όσα δεν έβλεπαν μαζί όλοι οι άλλοι και έτσι σε πείσμα των γειτόνων μα και ολόκληρου του χωριού, θα ζούσε καλύτερα κι από τα πιο καλογραμμένα παραμύθια.
Το κορίτσι ήταν μαθημένο στα πούπουλα, είχε πιο πολλά λούσα κι από τις πριγκιπέσσες των μαυρόασπρων περιοδικών κι όσο για χάδια, παιγνίδια και αγάπες δεν υπήρχε όμοιο τους.
Βλέπεις
ήταν μοναχοκόρη και μάλιστα διπλοκανακαρά, δηλαδή δεν έφτανε που θα κληρονομούσε όλη τη περιουσία των γονιών, υπήρχε και μια αγαθή άκληρη θεία, με αμέτρητα σπίτια και αγύριστα χωράφια που μέσα τους χόρευαν τρεχούμενα νερά, όλα αυτά τα είχε προικήσει στην ανηψιά με τη πρώτη ανάσα της.
Από τότε που ήταν μικρός άνθρωπος της έλεγαν να μην αγγίζει πουθενά, να μη νοιάζεται, όλα θα της τα προσέφεραν φρέσκα και βρεμένα μεσ' το πιάτο και έτσι έμαθε να μη βάζει σκοτούρες στο μυαλό της, για την ακρίβεια να σκέφτεται μονάχα τα στολίδια και την ομορφάδα της, να περιμένει τον καλό της, που δεν θα αργούσε να φανεί και να τη ταξιδέψει.
Οι χειμώνες έφευγαν με την ίδια μονότονη βαρεμάρα, μέχρι που σε ένα καλοκαιρινό γλεντάκι, από κείνα που γίνονται στις τσιμεντένιες αυλές που έχουν τα μικρά ξοκλήσσια, τον είδε και δεν χρειάστηκε να ρωτήσει ούτε το όνομα του.
Δεν ήταν πολύ ψηλός μα σε εκείνη φάνηκε να αγγίζει τα ταβάνια και από τότε σα να μπήκε μια σφήνα βαθιά μέσα στην αθώα καρδούλα της. Στην αρχή ήταν παιγνίδι, μήνες περίμενε το καλοκαίρι μόνο για να δει τα μάτια, την άκρη των χειλιών του και κείνος ούτε που γνώριζε, ούτε που καταλάβαινε τίποτε.
Όταν με τα πολλά μισομίλησε και ξεστόμισε στη μάνα για τον κρυφό της έρωτα έμαθε πως ο νέος δεν ήταν της δικής της τάξης, ένας φτωχός τρίτος γιος, μιας οικογένειας μεταναστών! Θα έπρεπε στα γρήγορα να τον ξεριζώσει μέσα από το θρόνο του μυαλού της.
Τότε η κόρη σκοτείνιασε και έχασε λίγο από το χρώμα της. Δεν είπε κουβέντα, το κατάπιε και άφησε την παράδοση να κυβερνήσει τη ζωή.
Η άμοιρη, ούτε που φαντάστηκε τι την περιμένει. Λίγο καιρό αργότερα έφεραν έναν τύπο ασουλούπωτο, φορούσε και μια γραβάτα κοντόχοντρη σκέτη παλαμίδα, και το κορούλι όλο κρυφοκοιτούσε και γελούσε. Σχεδόν αμέσως τα βρήκαν και ανακοίνωσαν τα αρραβωνιάσματα. Και πάλι δεν έβγαλε λέξη.
Μιλιά δεν ακούστηκε από το στόμα της. Οι τουφεκιές έπεσαν και στο χωριό έγιναν οι πρέπουσες ετοιμασίες, πολύ σούσουρο και προικιά αμέτρητα, γεμάτα ναφθαλίνες, βγήκαν από τα αμερικάνικα μπαούλα.
Ήταν ένα ξεχωριστό νυφοστόλη, μα το μνημόνευαν όσο ζούσαν κάτι γεροντάκια όμως κανείς δεν άκουγε τέτοιες ιστορίες.
Να μη τα πολυλογώ φτάσαμε στους γάμους και η νύφη φόρεσε για λίγο μια γυαλισμένη κολαϊνα, τέσσερις-πέντε σειρές από πεντόλιρες, φλουριά και παλιά κωσταντινάτα έφταναν μέχρι τα γόνατα της, δεν τη στηχούσε και στα γρήγορα βρήκε μια δικαιολογία και τη ξεφορτώθηκε, τα πέταξε πάνω από το κορμί της.
Μουτρωμένη δεν έδειχνε διάθεση για χορούς και γλυκά μάτια, έκανε υπομονή να περάσουν οι μαντινάδες, τα κλάματα και τα απανωτά κεράσματα.
Στο τέλος της βραδιάς χαιρέτησε ευγενικά τον άντρα της, έπειτα ανέβηκε στο νυφικό κρεβάτι κι όταν ο νιόπαντρος ξεντύθηκε και αποφάσισε να ξαπλώσει κοντά της εκείνη αναντράνισε τα μάτια της και τον έσπρωξε βίαια παραπέρα.
-Είμαι κουρασμένη, σα ποθαμένη, δεν πας καλύτερα να ξαπλώσεις εκεί δα, κάτω στη πάγκα; Του το είπε μέσα από τα δόντια της, έπειτα η νύφη γύρισε απότομα στο άλλο πλευρό και απομακρύνθηκε πέρα, στην άλλη άκρη του κρεβατιού, ανάσαινε βαριά μέχρι που κοιμήθηκε.
Αυτό γινόταν για πολλά βράδια μέχρι που το κορίτσι, που τότε ήταν δεν ήταν δεκαεπτά, ξεφούρνισε αληθινά βαριές κουβέντες.
-Εγώ θέλω να είμαστε σα τα αδέλφια, ούτε αγγίγματα, ούτε χαϊδέματα,αν δεν σου κάνει μάζεψε τα και πάρε δρόμο από το σπιτικό μου.Είδε κι αποείδε ο ξενοχωριανός και ένα πρωινό, από τα αξημέρωτα, πρώτα πήρε το ξυράφι και καθάρισε από τις τρίχες το πρόσωπο του, μετά άνοιξε μια μικρή δερμάτινη βαλίτσα και έχωσε άτσαλα τα ρούχα του.
Δίχως λόγια και κρυφές ματιές, βγήκε στο κατώφλι στάθηκε μια στιγμή που έμοιαζε σα να ρούφηξε όλο τον αέρα του κόσμου κι έπειτα χάθηκε μια για πάντα από τη γειτονιά και το χωριό της. Όσο για κείνη,
απόμωρό την ελέγαν ακριόκορη δηλαδή ήταν η κόρη η μονάκριβη,ούτε που ταραχτηκε είχε τη ξερολιθιά, που ήταν γεμάτη από τα μυστικά της.
Οι γονείς στράβωσαν λιγάκι, αλλά έδωσα τόπο στην οργή και δεν άργησαν να ξεκινήσουν τα σούρτα-φέρτα με τις προξενήτρες. Κι όμως τώρα τα πράματα ήταν αλλιώς, ούτε κουβέντα δεν ήθελε να ακούσει, έβαζε ένα μάνταλο και κλειδωνόταν στη μουσάντρα, ούτε σκιά ανθρώπου δεν ήθελε να θωρρεί μπροστά της.
Κάπως έτσι περάσαν όλα τα μεσαία χρόνια, εκείνα που κοιτάς τον καθρέφτη και νομίζεις ότι είσαι νιάτο και φτάνει ένα πρωινό που μετράς ρυτίδες και σταφιδιασμένα κρέατα, πρώτα σκιάζεσαι και μετά αναρωτιέσαι φωναχτά, αν είσαι εσύ ή μήπως κάποιος άλλος φόρεσε το μυαλό σου.
Τότε λοιπόν κι αφού έθαψε πρώτα τον πατέρα και έπειτα αποχαιρέτισε με περίσσιο πόνο τη μανούλα της, ξέμεινε μονάχη να κυβερνά περιουσίες. Μπαούλα με νυφικά ασπρόρουχα κιτρίνισαν και γρήγορα τα κατάπιε ο σκόρος, όσο για τις λίρες και τα σπαρμένα μετόχια αυτά τα σκόρπισαν οι πέντε ανέμοι.
Στην αρχή κάτι προσπάθησε να κάμει μα σύντομα έπαψε να δίνει σημασία, περίμενε από τους γειτόνους να φροντίσουν για τη βρωμιά και την απλυσιά της.
Στεκόταν ώρες αμέτρητες στον ήλιο, καθισμένη πάνω σε μια ραϊσμένη ξύλινη καρέκλα, εκεί πάνω στο χορταριασμένο δώμα του σπιτιού της, και έμοιαζε να αγναντεύει πέρα κάποια θάλασσα.
Πουθενά δεν κοίταζαν τα μάτια της, είχαν γυρίσει προς τα μέσα και μετρούσαν τα χαμένα καλοκαίρια. Δεν έβρισκε κανένα λάθος, δεν είχε πουθενά γωνιά για να σκοντάψει, όλα γινήκαν όπως έπρεπε κι όμως κάτι, κάπου, στράβωσε. Έτσι έσβησαν ψυχές και σώματα δίχως να μυρίσει τη φωτιά, από τις καμμένες σάρκες.
Κάποτε πέρασε και η εποχή της αυτοκριτικής, η ραϊσμένη καρέκλα έγινε χίλια κομμάτια, σωριάστηκε και το βουλιαγμένο δώμα του σπιτιού, μα όλα πια έμοιαζαν με τη συνείδηση της.
Η ακριόκορη ήταν μια άγνωστη ξεμαλλιασμένη γριά που δεν είχε άνθρωπο να σταθεί στο σκαλοπάτι του σπιτιού της.
Όλοι ήταν βιαστικοί με τα δικά τους όνειρα να φέγγουν πίσω από τις κόγχες των ματιών τους. Μόνο κάτι περαστικές πελώριες φουρόγατες μύριζαν κι έκαναν την ανάγκη τους κοντά της.
Ένα βαρύ χειμώνα έκαμε δυο μέρες να ακουστεί, την βρήκαν μπρούμυτα μέσα σε μια στοίβα ραβασάκια που τα χε διπλωμένα σε μικρά τοσοδούλικα τετραγωνάκια, έτοιμα να τα σφηνώσει μέσα στις χαλασμάες της ξερολιθιάς. Η μικρή καμπάνα χτύπησε πένθιμα μα εντελώς βαριεστημένα και μερικοί γέροι θαμώνες του καφενείου άφησαν κάτω τα χαρτιά και ρώτησαν. Μόλις έμαθαν το νέο γύρισαν στους απέθαντους Βαλέδες.
Την έθαψαν βιαστικά στο νεκροταφείο του χωριού, έριχνε βροχή με το τουλούμι, ήταν λιγοστά τα κλάματα και δεν ακούστηκαν μοιρολόγια, αφού δεν απομείναν συγγενείς, μήτε κάποιοι γνωστοί για να θυμούνται περασμένα μεγαλεία και κεράσματα.
Κανείς δεν έκαμε τον κόπο να ξεδιπλώσει εκείνα τα μικρά χάρτινα τετραγωνάκια, τα σημειώματα της, που βρέθηκαν πλάι στο άψυχο κορμί της. Αυτά έλιωσαν πιο γρήγορα από κείνη.
Όσο για τη ξερολιθιά, αυτή ακόμα στέκει στην απάνω στράτα, κοιτά και καμαρώνει τα νέα κορούλια, βαρυακούει και είναι έτοιμη να σωριαστεί όμως μαθαίνει όλα τα νέα του χωριού, μα για εκείνα,
τα παλιά μεγαλεία ή τα ανείπωτα δράματα, ακόμη κρατά σφαλισμένο το στόμα της...