Ο φόβος της ελευθερίας
15 χρόνια πριν, οδηγούσα ένα XT550 του 85. Από φανάρι σε φανάρι, δε μου έφευγε τίποτα. Ούτε κατάνα, ούτε ζιζιαρ, ούτε τζιπιζετ, ούτε τίποτα. Ο απόλυτος άρχοντας του δρόμου. Και οδηγούσα και καλά. Πρόσεχα και φορούσα πάντα μπουφάν και κράνος, ακόμα και όταν πήγαινα για μπάνιο στη θάλασσα.
Όλα πήγαιναν καλά και περνούσα καλά, όπως έκανα στα νιάτα μου.
Όλα αυτά, αν δεν ήταν στη μέση το ποτό…
Διότι υπό την ελαφρά επήρεια αλκοόλ, παίζονταν περίεργα παιχνίδια με το θάνατο, που τότε θεωρούσα ότι με κρατούσαν σε φόρμα. Ενα βράδυ όμως ήπια πολύ.
Ενας λάθος χειρισμός σε μια στροφή, με έριξε πάνω σε ένα μαγαζί.
Ένιωθα περίεργα. Ήμουν σε μια κατάσταση ηρεμίας σαν αυτή που έχουμε όταν ξαπλώνουμε μετά από μια μέρα γεμάτη με σωματική κόπωση. Εκείνη την γλυκιά παράδοση πριν κλείσεις τα μάτια.
Το κακό ήταν πως ήξερα ότι δεν έπρεπε να νιώθω έτσι διότι κάτι άλλο (μάλλον κακό) είχε συμβεί. Ένιωθα το πεζοδρόμιο στο μάγουλό μου. Ένιωθα τα γυαλιά στα μάτια μου. Ήξερα ότι δεν έπρεπε να χάσω τις αισθήσεις μου για να μην κάνω κακό στα μάτια μου. Τους φόβους μου ήρθε να επιβεβαιώσει η φωνή ενός άνδρα από πάνω. "Ναι; 166; Ναι. Στείλτε ένα ασθενοφόρο να πάρετε έναν πεθαμένο…"
(!) Δεν πέθανα ηλίθιε! φώναξα. Η μάλλον, ήθελα να φωνάξω. Αλλά δεν έβγαινε φωνή. Δεν ακουγόμουν. Δεν είχα τη δύναμη να βγάλω φωνή. Μόνο σκεφτόμουν…
Και εκείνη η γλυκιά νύστα… Ένιωθα ότι θα ερχόμουν κοντά σε κάτι οικείο… Δεν ένιωθα καθόλου φόβο… Το μοναδικό πράγμα το οποίο με φόβισε ήταν μήπως είχα χτυπήσει στη μέση και έμενα παράλυτος… Μόνο αυτό με τρομοκράτησε για λίγο… Ο ύπνος δε με τρόμαζε καθόλου….
Μετά σκέφτηκα το ότι έχω πολλές δουλειές να τελειώσω, πολλούς ανθρώπους που αγαπάω και με αγαπάνε και αποφάσισα να κάνω υπομονή μέχρι να έρθει το ασθενοφόρο…
Η επαφή μου με το θάνατο, καθώς και η επαφή μου με ανθρώπους που δεν ήταν τόσο τυχεροί όσο εγώ και έχασαν το χέρι τους από τον ώμο, ή το πόδι τους από το γόνατο, ή είναι από τότε ακόμα σήμερα σε κώμα, άλλαξε εντελώς τη θέαση της ζωής μέσα μου. Μόνο όταν κόντεψα να χάσω όσα θεωρούσα αυτονόητα κατάλαβα την αξία του δώρου που μου χαρίστηκε.
Δεν ξέρω που θα πάω όταν φύγω από εδώ. Θα πάω όπου πάνε όλοι οι άνθρωποι, άσχετα με το πόσο πλούσιοι ή φτωχοί, ευφυείς ή ανόητοι, όμορφοι ή άσχημοι είναι. Και όταν πάω, θα μάθω που είναι αυτό το αλλού. Δυστυχώς (ή ευτυχώς) κανείς που πήγε και έμαθε δεν γύρισε για να μας πει πως είναι. Ξέρω όμως ότι το δώρο της ζωής θα πρέπει να το αξιοποιήσω στο έπακρο, διότι είναι το μόνο που έχω. Γι αυτό προσπαθώ να ζω, να αγαπώ και να μαθαίνω.
Η ψυχή είναι αθάνατη. Αυτό το πιστεύω απλώς.. Μπορεί να το πιστεύω επειδή με βολεύει. Ίσως. Μου δίνει όμως ένα σημείο αναφοράς. Αυτός που πιστεύει στην αθανασία της ψυχής. φροντίζει να μην τη φθείρει και να μην τη μολύνει. Και γι αυτό φέρεται καλά στους συνανθρώπους του.
Όταν θρηνώ, δε θρηνώ αυτούς που φεύγουν, αλλά αυτούς που μένουν. Το μόνο που με τρομοκρατεί είναι η ανώφελη ζωή και ο ανώφελος θάνατος. Μεγάλωσα, σπούδασα, γλέντησα, έκανα οικoγένεια. Όλη μου τη ζωή διάβαζα για ιστορίες που έγραψαν άλλοι. Για τους αρχαίους, για το 1821, για το 1940, για όλα αυτά. Και φοβόμουν ότι θα ανήκα σε μια γενιά που κατανάλωσε ότι πρόλαβε, βουτηγμένη στο τζόγο, στη μπάλα, στα ναρκωτικά και στη λαγνεία και θα πέθαινα χωρίς να κάνω κάτι για να βελτιώσω τον κόσμο που παρέλαβα. Έτσι όπως πάνε τα πράγματα, από ότι φαίνεται θα μου δοθεί η ευκαιρία και για έναν ένδοξο θάνατο.
Τί είναι όμως αυτό για το οποίο θα πέθαινα; Για ποιο λόγο να απαρνηθώ τον εαυτούλη μου στον οποίο μπορώ να εξασφαλίσω μερικά ακόμη χρονάκια ανέμελης ζωής; Γιατί να τα αφήσω όλα αυτά;
Χωρίς δεύτερη σκέψη, η οικογένεια μου. Δεν με νοιάζει αν αυτό το κάνω επειδή λυπάμαι για τη σύζυγο και για τα παιδιά μου, ή εμένα χωρίς αυτούς. Δεν θα φτάσω καν να το σκεφτώ. Θα ενεργήσω με εντολές από το νωτιαίο μυελό. Αμέσως μετά είναι οι άνθρωποι που αγαπώ. Οι φίλοι μου, οι συγγενείς. Μετά είναι ο λαός μου. Είναι στραβός, αναρχικός, ινδιάνος, αλλά αυτόν τον λαό τον αγαπάω. Μου αρέσει που ο Ελληνικός λαός γελάει. Που είναι γλεντζές. Που είναι μεγαλόψυχος.
Αν τολμούσα να σκεφτώ ότι θα είχα την τύχη να πεθάνω για τη βελτίωση της ανθρωπότητας, θα ένιωθα από τώρα πανευτυχής, αλλά αισθάνομαι πολύ μικρός και πολύ λίγος για τέτοια αποστολή.
Ο αθάνατος Σόλων κάποτε είπε ότι αν θέλουμε να αλλάξουμε τον κόσμο, πρέπει πρώτα να αλλάξουμε τον εαυτό μας. Πρώτα λοιπόν θα αλλάξουμε τον εαυτό μας, μετά θα επηρεάσουμε τους γύρω μας, μετά το λαό μας, και τέλος την ανθρωπότητα. Το όπλο μας είναι τα ιδεώδη και τα ιδανικά του Ελληνικού Πολιτισμού. Εκεί υπάρχουν οι αρχές και οι αρχές είναι συμβατές με το Χριστιανισμό. Προς το παρόν και εγώ είμαι στο πρώτο στάδιο, της επιβολής επι του εαυτού. Νικάω πολλές μάχες, αλλά ακόμη χάνω πολλές.
Ενας ένδοξος θάνατος, μπορεί να δώσει νόημα σε μια στιγμή, ακόμη και σε μια ασήμαντη ζωή. Το πρόβλημα σήμερα είναι ότι δεν τιμάμε τους ήρωες μας. Αντί να τους τιμάμε, τους προσβάλουμε. Και σκεφτόμαστε ότι αν πεθάνουμε σήμερα, κανείς δε θα μάθει τίποτε για εμάς. Ασήμαντα ανθρωπάκια που χάθηκαν χωρίς να αφήσουν ίχνος. Οπότε πιστεύουμε ότι τίποτα δεν έχει νόημα για να ζείς ή να πεθαίνεις και γι αυτό κοιτάμε απλώς να επιβιώσουμε με κάθε κόστος. Ότι φάμε, ότι πιούμε κι ότι αρπάξει … Πλήρης ηθική κατάπτωση.
Μόλις αντιληφθούμε ότι όλοι μας είμαστε μια αναλαμπή στο χωροχρόνο ενός ζωντανού οργανισμού που λέγεται ανθρωπότητα και προσπαθήσουμε με τη ζωή μας να γίνουμε εμείς οι πιο φωτεινές αναλαμπές τότε οι άνθρωποι θα διαγωνίζονται όχι για το ποιος έχει το καλύτερο αμάξι ή το μεγαλύτερο κότερο, αλλά για το ποιος προσέφερε περισσότερα στην ύψιστη αποστολή μας στη ζωή που είναι να εξασφαλίσουμε έναν καλύτερο κόσμο από αυτόν που παραλάβαμε για αυτούς που τον καρτεράνε όπως τραγουδούσε ο αθάνατος Ξυλούρης, τότε θα σταματήσουμε να φοβόμαστε το θάνατο. Το μόνο που μας κρατάει, είναι ο φόβος. Και ο μόνος φόβος που είναι χειρότερος από το φόβο του θανάτου, είναι ο φόβος της ελευθερίας.
Θαλαμοφύλακας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου