29 Μαΐ 2020




Δείτε πως έχει το πράμα. Στην αρχή σε αγνοούν, στη συνέχεια σε κοροϊδεύουν, μετά σε πολεμούν, στο τέλος νικάς. Ελάχιστη πολιτική παιδεία να είχατε εσείς οι «ταγοί», θα ξέρατε ότι ο Γκάντι από την ημέρα που είπε αυτή τη φράση δεν έχει διαψευστεί ποτέ. Κι όσο ηλίθιοι, πανίβλακες και πουλημένοι και να είστε, ξέρετε ότι ήδη είμαστε στο “μετά σε πολεμούν”. Η συνέχεια είναι γνωστή σε όλους…

24 Μαΐ 2020


Γράφει: Μανόλης Δημελλάς Στις τρεις μπουκιές κατάπινε τη μiα και τις υπόλοιπες τις έφτυνε μασημένες στη χούφτα του,τις έδινε στον άγνωστο μαύρο αρσενικό σκύλο που έτυχε να γνωρίσει λίγες ημέρες νωρίτερα. Ήταν μέσα σε κείνη τη μεγάλη παγωνιά, συναντήθηκαν κάτω από μια γέφυρα κι από τότε οι δυο τους έγιναν αυτοκόλλητοι! Μαζί βρήκαν μια ξεχαρβαλωμένη αποθήκη και ο άνθρωπος, αφού παραμόνεψε λίγη ώρα, έσπασε την κλειδαριά, έτσι οι δυο τους τρύπωσαν στο ερείπιο, που έχασκε από όλες τις γωνιές, όμως κρατούσε τη βροχή και το κρύο λίγο έξω από τους σαφρακιασμένους τσιμεντόλιθους. Οι δυο τους έμειναν να μετρούν ανάποδα τις ώρες κάθε νύχτας, δεν είχαν τίποτα άλλο να συλλογιστούν, μόνο να ξημερώσει και να τρυγίσουν φρέσκα σκουπίδια, να ξεκοιλιάσουν κάδους και αν σταθούν τυχεροί να βγάλουν ένα ψευτο-μεροκάματο. Δε βαριέσαι, μεροδούλι-μεροφάϊ, ύστερα να ξανατρυπώσουν στο τυχερό ξενικό κλουβάκι τους. Ο άντρας είχε ξεμάθει ακόμη και να μιλάει, η γλώσσα του δυσκολευόταν να ταιριάξει σύμφωνα αντάμα με φωνήεντα κι όταν έστρωνε μια λέξη τότε φοβόταν, μη την ξεστομίσει λάθος και βάλθηκε να ψελίζει μια-μια τις συλλαβές κι ο σκυλάκος έμενε απορημένος, γούρλωνε τα μάτια και γύριζε το κεφαλάκι του μια αριστερά,μια δεξιά, σα να του λεγε,μα τι τσαμπουνάς λατρεμένε μου φίλε; Πλησίαζε παραμονή Πρωτοχρονιάς, εκείνα τα τελευταία βράδια του χρόνου δεν πέρναγε ψυχή από το στενό δρομάκι, οι δυο τους, σκύλος κι άνθρωπος, άπλυτοι και βρώμικοι, άναψαν μια μικρή φωτιά και στρώθηκαν πάνω σε μια παλιοκουβέρτα. Δεν μάθαιναν ειδήσεις, δεν είχαν νέα από τον έξω κόσμο, μα το σπουδαιότερο ήταν ότι δεν υπήρχαν παλιά. Δεν είχαν αναμνήσεις! Οι δυο τους ζούσαν μόνο για τη στιγμή, εκείνη τη μοναδική στιγμή που κοίταγε ο ένας τον άλλο στα μάτια κι είχαν κερδίσει το πιο σπουδαίο έπαθλο, είχαν δαγκώσει ακόμη μια μέρα από τη ζωήτους. Ο σκύλος γλύτωνε από την αφιλόξενη και εντελώς άβολη ανθρώπινη κοινωνία, όσο για τον άνθρωπο, μα εκείνος έμοιαζε να είχε σβησμένο όλο το παρελθόν, σα να μην γέμισε ποτέ το μνημονικό του. Από που ξεκινούσε; πως άραγε είχε βρεθεί πεταμένος στο δρόμο; Ένα φεγγάρι είχε παλέψει να τραβήξει αναμνήσεις μέσα από τα κατακάθια του μυαλού του, όμως όσο πιο ζόρικα έστοιβε τα χρόνια εκείνα έμοιαζαν με ξερά σφουγγάρια, έφτυναν μοναχά σκόνη κι έλιωναν πάνω στα μηνίγγια του. Προσπάθησε, πάλεψε πολύ, όμως δεν κατάφερε να αγγίξει την εποχή που ήταν παιδί, έφηβος ή να θυμηθεί κάτι από τότε πουήταν νέος άντρας. Πότε-πότε έπεφταν κομμάτια από άγνωστα πρόσωπα, χορπήδαγαν στιγμές, από κάτι ξεθωριασμένες,εντελώς αταίριαστες, ιστορίες που γεννούσαν μόνο φόβο και εκείνος κοιτούσε το κορμί του, χαμογελούσε αμήχανα στον αέρα και μύριζε το χνώτο του, έτσι έδιωχνε εκείνα τα κακά φαντάσματα. Τέτοιες μέρες είναι συνήθεια οι απολογισμοί, οι αμέτρητες ευχές και μια αχόρταγη ελπίδα για την καινούρια χρονιά, όμως για αυτούς τους δυο,τις δυο άγνωστες σκιές, ο χρόνος έδειχνε σταματημένος στο άπειρο.

22 Μαΐ 2020

Η Ακριόκορη...

του Μανώλη Δημελλά
Αμίλητες στέκουν οι ξερολιθιές στην απάνω στράτα, ακόμη και σήμερα δε μαρτύρησαν, δεν έγιναν ποτέ ρουφιάνες!
Κρύβουν γερά μέσα στα ατσαλένα σπλάχνα τους το ανείπωτο μυστικό της.
Εκεί σχεδόν κάθε νυχτιά η ακριόκορη παράχωνε τα κακογραμμένα ερωτικά της ραβασάκια. Πρώτα σταυροκοπιόταν και μετά τα...
δίπλωνε με τέτοια μανία που τα έκανε να μοιάζουν με κάτι μικρά και περίεργα στραπατσαρισμένα χάρτινα κουτάκια. Πίστευε πως έφταναν με έναν μαγικό τρόπο στα χέρια του πιθανού εραστή, εκείνου του ξένου, που από χρόνια είχε ματιάσει.
Όλα της τα χρόνια πέρασαν στην προσμονή του, και όσο εκείνος δε φαινόταν το κορούλι βάραινε και γινόταν γυναίκα, όμως πείσμωνε πιο πολύ, θυμόταν τα λόγια του πατέρα και της μάνας και παραμιλούσε μέχρι και στα περαστικά γατιά.
-Αυτή δεν ήταν σα τα άλλα κορούλιαήταν η πρώτηη καλύτερη καιδεν θα τη διάλεγε κανείς
Εκείνη θα ξεχώριζε τον πιο σπουδαίο, τον πιο όμορφο, τον πιο καλόγνωμο, μα το πιο ξεχωριστό παληκάρι, θα ήταν και φορτωμένο πτυχία και λεφτά.
Έλεγε πως μπορούσε να δει όσα δεν έβλεπαν μαζί όλοι οι άλλοι και έτσι σε πείσμα των γειτόνων μα και ολόκληρου του χωριού, θα ζούσε καλύτερα κι από τα πιο καλογραμμένα παραμύθια.
Το κορίτσι ήταν μαθημένο στα πούπουλα, είχε πιο πολλά λούσα κι από τις πριγκιπέσσες των μαυρόασπρων περιοδικών κι όσο για χάδια, παιγνίδια και αγάπες δεν υπήρχε όμοιο τους.
Βλέπεις ήταν μοναχοκόρη και μάλιστα διπλοκανακαρά, δηλαδή δεν έφτανε που θα κληρονομούσε όλη τη περιουσία των γονιών, υπήρχε και μια αγαθή άκληρη θεία, με αμέτρητα σπίτια και αγύριστα χωράφια που μέσα τους χόρευαν τρεχούμενα νερά, όλα αυτά τα είχε προικήσει στην ανηψιά με τη πρώτη ανάσα της.
Από τότε που ήταν μικρός άνθρωπος της έλεγαν να μην αγγίζει πουθενά, να μη νοιάζεται, όλα θα της τα προσέφεραν φρέσκα και βρεμένα μεσ' το πιάτο και έτσι έμαθε να μη βάζει σκοτούρες στο μυαλό της, για την ακρίβεια να σκέφτεται μονάχα τα στολίδια και την ομορφάδα της, να περιμένει τον καλό της, που δεν θα αργούσε να φανεί και να τη ταξιδέψει.
Οι χειμώνες έφευγαν με την ίδια μονότονη βαρεμάρα, μέχρι που σε ένα καλοκαιρινό γλεντάκι, από κείνα που γίνονται στις τσιμεντένιες αυλές που έχουν τα μικρά ξοκλήσσια, τον είδε και δεν χρειάστηκε να ρωτήσει ούτε το όνομα του.
Δεν ήταν πολύ ψηλός μα σε εκείνη φάνηκε να αγγίζει τα ταβάνια και από τότε σα να μπήκε μια σφήνα βαθιά μέσα στην αθώα καρδούλα της. Στην αρχή ήταν παιγνίδι, μήνες περίμενε το καλοκαίρι μόνο για να δει τα μάτια, την άκρη των χειλιών του και κείνος ούτε που γνώριζε, ούτε που καταλάβαινε τίποτε.
Όταν με τα πολλά μισομίλησε και ξεστόμισε στη μάνα για τον κρυφό της έρωτα έμαθε πως ο νέος δεν ήταν της δικής της τάξης, ένας φτωχός τρίτος γιος, μιας οικογένειας μεταναστών! Θα έπρεπε στα γρήγορα να τον ξεριζώσει μέσα από το θρόνο του μυαλού της.
Τότε η κόρη σκοτείνιασε και έχασε λίγο από το χρώμα της. Δεν είπε κουβέντα, το κατάπιε και άφησε την παράδοση να κυβερνήσει τη ζωή.
Η άμοιρηούτε που φαντάστηκε τι την περιμένει
Λίγο καιρό αργότερα έφεραν έναν τύπο ασουλούπωτο, φορούσε και μια γραβάτα κοντόχοντρη σκέτη παλαμίδα, και το κορούλι όλο κρυφοκοιτούσε και γελούσε. Σχεδόν αμέσως τα βρήκαν και ανακοίνωσαν τα αρραβωνιάσματα. Και πάλι δεν έβγαλε λέξη.
Μιλιά δεν ακούστηκε από το στόμα της. Οι τουφεκιές έπεσαν και στο χωριό έγιναν οι πρέπουσες ετοιμασίες, πολύ σούσουρο και προικιά αμέτρητα, γεμάτα ναφθαλίνες, βγήκαν από τα αμερικάνικα μπαούλα.
Ήταν ένα ξεχωριστό νυφοστόλη, μα το μνημόνευαν όσο ζούσαν κάτι γεροντάκια όμως κανείς δεν άκουγε τέτοιες ιστορίες.
Να μη τα πολυλογώ φτάσαμε στους γάμους και η νύφη φόρεσε για λίγο μια γυαλισμένη κολαϊνα, τέσσερις-πέντε σειρές από πεντόλιρες, φλουριά και παλιά κωσταντινάτα έφταναν μέχρι τα γόνατα της, δεν τη στηχούσε και στα γρήγορα βρήκε μια δικαιολογία και τη ξεφορτώθηκε, τα πέταξε πάνω από το κορμί της.
Μουτρωμένη δεν έδειχνε διάθεση για χορούς και γλυκά μάτια, έκανε υπομονή να περάσουν οι μαντινάδες, τα κλάματα και τα απανωτά κεράσματα.
Στο τέλος της βραδιάς χαιρέτησε ευγενικά τον άντρα της, έπειτα ανέβηκε στο νυφικό κρεβάτι κι όταν ο νιόπαντρος ξεντύθηκε και αποφάσισε να ξαπλώσει κοντά της εκείνη αναντράνισε τα μάτια της και τον έσπρωξε βίαια παραπέρα.
-Είμαι κουρασμένη, σα ποθαμένηδεν πας καλύτερα να ξαπλώσεις εκεί δα, κάτω στη πάγκα
Του το είπε μέσα από τα δόντια της, έπειτα η νύφη γύρισε απότομα στο άλλο πλευρό και απομακρύνθηκε πέρα, στην άλλη άκρη του κρεβατιού, ανάσαινε βαριά μέχρι που κοιμήθηκε.
Αυτό γινόταν για πολλά βράδια μέχρι που το κορίτσι, που τότε ήταν δεν ήταν δεκαεπτά, ξεφούρνισε αληθινά βαριές κουβέντες.
-Εγώ θέλω να είμαστε σα τα αδέλφιαούτε αγγίγματαούτε χαϊδέματα,αν δεν σου κάνει μάζεψε τα και πάρε δρόμο από το σπιτικό μου.
Είδε κι αποείδε ο ξενοχωριανός και ένα πρωινό, από τα αξημέρωτα, πρώτα  πήρε το ξυράφι και καθάρισε από τις τρίχες το πρόσωπο του, μετά άνοιξε μια μικρή δερμάτινη βαλίτσα και έχωσε άτσαλα τα ρούχα του.
Δίχως λόγια και κρυφές ματιές, βγήκε στο κατώφλι στάθηκε μια στιγμή που έμοιαζε σα να ρούφηξε όλο τον αέρα του κόσμου κι έπειτα χάθηκε μια για πάντα από τη γειτονιά και το χωριό της. Όσο για κείνη, απόμωρό την ελέγαν ακριόκορη δηλαδή ήταν η κόρη η μονάκριβη,ούτε που ταραχτηκε είχε τη ξερολιθιά, που ήταν γεμάτη από τα μυστικά της.
Οι γονείς στράβωσαν λιγάκι, αλλά έδωσα τόπο στην οργή και δεν άργησαν να ξεκινήσουν τα σούρτα-φέρτα με τις προξενήτρες. Κι όμως τώρα τα πράματα ήταν αλλιώς, ούτε κουβέντα δεν ήθελε να ακούσει, έβαζε ένα μάνταλο και κλειδωνόταν στη μουσάντρα, ούτε σκιά ανθρώπου δεν ήθελε να θωρρεί μπροστά της.
Κάπως έτσι περάσαν όλα τα μεσαία χρόνια, εκείνα που κοιτάς τον καθρέφτη και νομίζεις ότι είσαι νιάτο και φτάνει ένα πρωινό που μετράς ρυτίδες και σταφιδιασμένα κρέατα, πρώτα σκιάζεσαι και μετά αναρωτιέσαι φωναχτά, αν είσαι εσύ ή μήπως κάποιος άλλος φόρεσε το μυαλό σου.
Τότε λοιπόν κι αφού έθαψε πρώτα τον πατέρα και έπειτα αποχαιρέτισε με περίσσιο πόνο τη μανούλα της, ξέμεινε μονάχη να κυβερνά περιουσίες. Μπαούλα με νυφικά ασπρόρουχα κιτρίνισαν και γρήγορα τα κατάπιε ο σκόρος, όσο για τις λίρες και τα σπαρμένα μετόχια αυτά τα σκόρπισαν οι πέντε ανέμοι.
Στην αρχή κάτι προσπάθησε να κάμει μα σύντομα έπαψε να δίνει σημασία, περίμενε από τους γειτόνους να φροντίσουν για τη βρωμιά και την απλυσιά της.
Στεκόταν ώρες αμέτρητες στον ήλιο, καθισμένη πάνω σε μια ραϊσμένη ξύλινη καρέκλα, εκεί πάνω στο χορταριασμένο δώμα του σπιτιού της, και έμοιαζε να αγναντεύει πέρα κάποια θάλασσα.
Πουθενά δεν κοίταζαν τα μάτια της, είχαν γυρίσει προς τα μέσα και μετρούσαν τα χαμένα καλοκαίρια. Δεν έβρισκε κανένα λάθος, δεν είχε πουθενά γωνιά για να σκοντάψει, όλα γινήκαν όπως έπρεπε κι όμως κάτι, κάπου, στράβωσε. Έτσι έσβησαν ψυχές και σώματα δίχως να μυρίσει τη φωτιά, από τις καμμένες σάρκες.
Κάποτε πέρασε και η εποχή της αυτοκριτικής, η ραϊσμένη καρέκλα έγινε χίλια κομμάτια, σωριάστηκε και το βουλιαγμένο δώμα του σπιτιού, μα όλα πια έμοιαζαν με τη συνείδηση της.
Η ακριόκορη ήταν μια άγνωστη ξεμαλλιασμένη γριά που δεν είχε άνθρωπο να σταθεί στο σκαλοπάτι του σπιτιού της.
Όλοι ήταν βιαστικοί με τα δικά τους όνειρα να φέγγουν πίσω από τις κόγχες των ματιών τους. Μόνο κάτι περαστικές πελώριες φουρόγατες μύριζαν κι έκαναν την ανάγκη τους κοντά της.
Ένα βαρύ χειμώνα έκαμε δυο μέρες να ακουστεί, την βρήκαν μπρούμυτα μέσα σε μια στοίβα ραβασάκια που τα χε διπλωμένα σε μικρά τοσοδούλικα τετραγωνάκια, έτοιμα να τα σφηνώσει μέσα στις χαλασμάες της ξερολιθιάς. Η μικρή καμπάνα χτύπησε πένθιμα μα εντελώς βαριεστημένα και μερικοί γέροι θαμώνες του καφενείου άφησαν κάτω τα χαρτιά και ρώτησαν. Μόλις έμαθαν το νέο γύρισαν στους απέθαντους Βαλέδες.
Την έθαψαν βιαστικά στο νεκροταφείο του χωριού, έριχνε βροχή με το τουλούμι, ήταν λιγοστά τα κλάματα και δεν ακούστηκαν  μοιρολόγια, αφού δεν απομείναν συγγενείς, μήτε κάποιοι γνωστοί για να θυμούνται περασμένα μεγαλεία και κεράσματα.
Κανείς δεν έκαμε τον κόπο να ξεδιπλώσει εκείνα τα μικρά χάρτινα τετραγωνάκια, τα σημειώματα της, που βρέθηκαν πλάι στο άψυχο κορμί της. Αυτά έλιωσαν πιο γρήγορα από κείνη.
Όσο για τη ξερολιθιά, αυτή ακόμα στέκει στην απάνω στράτα, κοιτά και καμαρώνει τα νέα κορούλια, βαρυακούει και είναι έτοιμη να σωριαστεί όμως μαθαίνει όλα τα νέα του χωριού, μα για εκείνα,
τα παλιά μεγαλεία ή τα ανείπωτα δράματα, ακόμη κρατά σφαλισμένο το στόμα της...

16 Μαΐ 2020

Μάνος Ελευθερίου



«Όταν βλέπω τα εξωκλήσια, αισθάνομαι πάντα ανάταση στην ψυχή μου. Αποπνέουν γνήσια θρησκευτική λατρεία»

13 Μαΐ 2020


Η εναντίωση αυτή, κατά βάσιν, είναι αψυχολόγητη και με ανεπαρκή επιχειρήματα

Η χώρα μας διεκδικεί άλλη μια παγκόσμια πρωτοτυπία, με τα συν και τα πλην αυτών των πρωτοτυπιών: Την εναντίωση μερίδας του εκπαιδευτικού συνδικαλισμού στην αξιολόγηση των επιδόσεων του διδακτικού δυναμικού της Ελλάδας.
Η εναντίωση αυτή, κατά βάσιν, είναι αψυχολόγητη και με ανεπαρκή επιχειρήματα. Πρώτον διότι, σχεδόν σε διεθνές επίπεδο, αυτές οι αξιολογήσεις ρυθμίζουν αποφασιστικά κάθε αναπτυξιακή προοπτική, σε όλους τους τομείς των δραστηριοτήτων. Είτε γιατροί, είτε ερευνητές, είτε διδάσκοντες, είτε εργοδότες, είτε εργαζόμενοι είναι αυτοί. Σε όλες τις μορφές των πολιτευμάτων. Εκτός φυσικά από κάποια απάνθρωπα καθεστώτα…
Αξίζει όμως να εγκύψουμε στα «επιχειρήματα» των πολέμιων της αξιολόγησης. Συγκεκριμένα:
  • Ισχυρίζονται ότι παραβιάζονται με την αξιολόγηση, θεμελιώδεις ελευθερίες. Όπως το «αλάθητον» της προσωπικότητας και της δράσης του διδάσκοντος. Χωρίς βέβαια να αιτιολογείται το «αλάθητον», ακόμη και σε κραυγαλέα συμπτώματα λαθών και παραλείψεων του … «άσφαλτου», όπως έλεγε κάποτε η γνωστή συμπαθής αοιδός.
  • Στρατολογούν «ημέτερους» μαθητές και μαθήτριες σε κοινά συλλαλητήρια διδασκόντων και διδασκομένων με μοναδικό «αίτημα» την δια παντός κατάργηση της αξιολόγησης.
Όμως με τα παραπάνω «επιχειρήματα» των πολέμιων της αξιολόγησης επιβραβεύεται το αντιεκπαιδευτικό και σκοταδιστικό αξίωμα της «ήσσονος προσπάθειας». Δηλαδή με μηδενικό μόχθο να κατακτάς, με παρ’ αξίαν ανέλιξη και υψηλά αξιώματα.
Στο σημείο αυτό, κάποιες αιρετικές ομάδες της εκπαιδευτικής, όσο και της μαθητικής-φοιτητικής κοινότητας, σε αγαστή συνεργασία, όχι απλώς διαφωνούν με τους ενδο-επαγγελματικούς αντιπάλους τους ή αντίζηλους αλλά με εμπροσθοφυλακή κυρίως φοιτητές ή εξωφοιτητικά τους ομοιώματα, που επί πολλά χρόνια άλλοτε προπηλάκιζαν, άλλοτε ασχημονούσαν, εναντίον αξιόλογων υποψηφίων για το πρυτανικό αξίωμα καθηγητών και άλλοτε αράδειαζαν στο γραφείο του …αντίπαλου καθηγητή ή πρύτανη καλάθια με απορρίμματα της τουαλέτας (περίπτωση του πρώην πρύτανη του ΕΚΠΑ και νυν βουλευτή Θεόδωρου Φορτσάκη), ή και ξυλοφόρτωναν σημαντικές προσωπικότητες της ακαδημαϊκής κοινότητας, όπως ο καθηγητής της Παντείου και νυν βουλευτής Άγγελος Συρίγος.
Η απογείωση, όλης αυτής της αναισχυντίας και ψευδοεκπαιδευτικής βαρβαρότητας, ήταν το χτίσιμο της πόρτας των … αντιφρονούντων καθηγητών και πρυτάνεων με λάσπη και τούβλα!
Δεν χρειάζονται νομίζω άλλα διαπιστευτήρια για τους πρωταγωνιστές αυτού του μελανού παρελθόντος. Οι οποίοι, κακά τα ψέματα, φαίνεται να έχουν κληροδοτήσει αυτά τα χούγια, αυτές τις σκοταδιστικές διαστροφές τους, σε κάποιους επίδοξους κληρονόμους τους, που άλλοτε με κραυγές και άλλοτε με …ντροπαλές επιτηδεύσεις (συλλαλητήρια, συμμετοχή σε τηλεοπτικά πάνελ), με εικονοκλαστική μανία προσπαθούν να τσαλακώσουν κάθε αυταπόδεικτη αξιοκρατική περγαμηνή.
Ευτυχώς, που οι δημοσκοπήσεις της κοινής γνώμης, εν ονόματι της λαϊκής κυριαρχίας έχουν, όχι απλώς περιθωριοποιήσει αλλά σχεδόν εκμηδενίσει το επί δεκαετίες «αλάθητο» και ατιμώρητο αυτής της σκοταδιστικής τυραννίας…

Αναμνήσεις

Και συνεχίζω το σημείωμά μου αυτό με τη σύντομη ιστόρηση μιας εφηβικής ανάμνησής μου από το μικτό γυμνάσιο της γενέτειράς μου, της Λιβαδειάς.
Εμβληματική φυσιογνωμία διδάσκοντος της δεκαετίας ’50 προς ’60, ο υπέροχος φιλόλογος και συγγραφέας Γιάννης Μιχαλέτος, με δύο ή τρία βιβλία του, αφιερωμένα στο έργο του Κωνσταντίνου Καβάφη, αλλά και σειρά υποδειγματικών λογοτεχνικών δοκιμίων.
Μελετητής, αλλά και γοητευτικός ερευνητής της ελληνικής γλώσσας από τα ομηρικά έπη, τον Ησίοδο και τον Πίνδαρο μέχρι τον Κάλβο, το Σολωμό, τον Παλαμά και κυρίως τον Καβάφη.
Η διδασκαλία του, με οδηγό τα μαθητικά εγχειρίδια, επεκτεινόταν στους ευρύτερους χώρους του ιστορικού, λογοτεχνικού, ψυχολογικού και αισθητικού επιστητού. Με λίγα λόγια, ο Γιάννης Μιχαλέτος ήταν το ίνδαλμα δύο ή τριών μαθητικών γενεών της πατρίδας μου.
Την ίδια εκείνη εποχή, επιθεωρητής Μέσης Εκπαίδευσης στους νομούς Ευβοίας-Βοιωτίας ο Μπαντούνας. Αυστηρός αλλά και ακριβοδίκαιος.
Όλοι οι συμμαθητές και συμμαθήτριές μου θα θυμούνται την αξιολόγηση της διδασκαλίας του Μιχαλέτου από τον Μπαντούνα, στην έβδομη τότε τάξη του γυμνασίου. Το προς διδασκαλία μάθημα ήταν οι «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι» του Διονυσίου Σολωμού και το «Νύχτα γιομάτη θάματα-νύχτα σπαρμένη μάγια».
Ο Μπαντούνας με βγαλμένο το καπέλο του, καθισμένος απέναντι από τον Μιχαλέτο, παρακολουθεί με ευλάβεια τον διδάσκοντα. Νεκρική σιωπή στο ακροατήριο, για αρκετή ώρα. Ο Μιχαλέτος είχε υπερπηδήσει κατά 80% τις λίγες αράδες του διδακτικού βιβλίου, επεκτεινόμενος στον μαθητή του Σολωμού τον Ιάκωβο Πολυλά, αλλά και σε βιβλιοκριτικά σημειώματα του Γιώργου Βαλέτα, του Γιάννη Κορδάτου, του Λίνου Πολίτη, ή του Αντρέα Καραντώνη.
Ήταν ώρα διαλείμματος. Το κουδούνι είχε χτυπήσει πριν από περίπου 20 λεπτά. Αλλά η διδασκαλία του Μιχαλέτου συνεχιζόταν με τη σιωπηρή συναίνεση του ίδιου του επιθεωρητή Μπαντούνα.
Στο τέλος αυτής της συνάντησης διδάσκοντος-διδασκομένων-επιθεωρητή, ο Μπαντούνας είπε περίπου τα εξής: «Συγχαρητήρια στον κύριο καθηγητή και τους πιστούς μαθητές του. Για μένα ήταν μια πολύ καλή εμπειρία για το τι σημαίνει ευρυμάθεια. Ας μη ξεχνούμε όμως και τα εγχειρίδια του Οργανισμού Εκδόσεως Σχολικών Βιβλίων»…
Το ένθετο αυτό σημείωμά μου με τις μαθητικές μου αναμνήσεις το αφιερώνω με αγάπη στις ΕΛΜΕ, στην ΟΛΜΕ και στην ΟΙΕΛΕ, τα βασικά συνδικαλιστικά όργανα της Μέσης Εκπαίδευσης.

10 Μαΐ 2020

Λήμνος : Το προσκύνημα της Παναγίας της Κακαβιώτισσας

Χτισμένο μέσα σε κοίλωμα βράχου, στη δύσβατη περιοχή του Kάκαβου, το ξωκλήσι της Παναγίας της Κακαβιώτισσας αποτελεί ένα πραγματικά μοναδικό αξιοθέατο όχι μόνο της Λήμνου αλλά και ολόκληρου του αιγαιακού χώρου.
Αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου, το ξωκλήσι της Παναγίας της Κακαβιώτισσας, κατάλοιπο ενός από τα πολλά παλαιά αγιορείτικα μετόχια της Λήμνου, είναι προσιτό από την πρωτεύουσα του νησιού, τη Μύρινα (οδικώς και στη συνέχεια μονοπάτι περίπου 20′).

Πηγή: mylemnos.gr
Η κακοτράχαλη περιοχή του Κάκαβου αποτέλεσε τόπο ασκητισμού ήδη από τις αρχές του 14ου αιώνα, όταν εγκαταστάθηκαν σε αυτόν αναζητώντας ένα καταφύγιο μοναχοί που προέρχονταν από τον Άγιο Ευστράτιο και ανήκαν στην αγιορείτικη μονή της Μεγίστης Λαύρας.
Στο ναΐσκο που ιδρύθηκε σε μια δυσπρόσιτη θέση του Κάκαβου, μέσα σε μια εσοχή που σχηματίζουν τα βράχια, λειτουργούνταν οι μοναχοί που ασκήτευαν στις γειτονικές σπηλιές.
Πηγή: mylemnos.gr
Σύμφωνα με την τοπική παράδοση, ο τελευταίος από τους εν λόγω μοναχούς έλαβε κάποια στιγμή την απόφαση να εγκαταλείψει τη Λήμνο και να μεταβεί στο Άγιο Όρος.
Πηγή: mylemnos.gr
Πριν από την αναχώρησή του εμπιστεύτηκε την εικόνα της Παναγίας σε έναν ξωμάχο της περιοχής που αποτελούσε μέλος της οικογένειας Μουμτζή και καταγόταν από τον Κοντιά, γειτονικό χωριό.
Πηγή: mylemnos.gr
Ο τελευταίος ασκητής του Κάκαβου, πριν ανοιχτεί στη θάλασσα έχοντας για βάρκα το ράσο του, ζήτησε μάλιστα από το λημνιό ξωμάχο να ανεβάζει την εικόνα στο ναό κάθε Λαμπροτρίτη.
Το ξωκλήσι της Παναγίας της Κακαβιώτισσας λειτουργείται και εορτάζει κάθε Λαμπροτρίτη (Τρίτη του Πάσχα ή της Διακαινησίμου).
Πηγή: mylemnos.gr

6 Μαΐ 2020

Από τον Δήμο Μούτση.







Δεν ξέρω τι μου συμβαίνει τώρα τελευταία, αλλά μ’ έχει πιάσει μια πλήρης αδράνεια.
Σαν να έφτασα πρόωρα στο τέρμα μιας διαδρομής που ήλπιζα κάπως αλλιώς να  τελειώσει. Παρακολουθώ τα γεγονότα βέβαια με θλίψη, αλλ’ αυτό το συναίσθημα δε μου είναι κάτι το πρωτόγνωρο. Τόχα από χρόνια πριν και φαντάζομαι δεν είμαι ο μόνος. Τόχα από τότε πούγραφα το «Γουόκ μαν» και το «Για πούλημα λοιπόν», βλέποντας αυτή την άβυσσο της πολιτικής, πολιτιστικής και πνευματικής ξεπεσούρας.  Αυτή τη λατρεία προς ό,τι το ευτελές κι αυτή την αναξιοκρατία σ’ όλο της το μεγαλείο, νάχουν κατακλύσει τα πάντα στη ζωή μας.  Πρωτοσέλιδα, κανάλια, εκδηλώσεις, συζητήσεις επί συζητήσεων, γεμάτες ως επί το πλείστον απο παραπληροφόρηση.  Βήμα συνήθως σ’ αυτούς που δεν είχαν να πουν τίποτα, παρεκτός απ’ το να καλύπτουν με όμοιες πάντα σοβαροφανείς κουβέντες ένα συγκεκριμένο χρόνο ή με κενές λέξεις ένα συγκεκριμένο χώρο.
Χρόνια τώρα το ίδιο βιολί και πάει λέγοντας.  Όμως διόλου δε μας πείραζε. Ίσα ίσα, μάλιστα, που τα επικροτούσαμε κι όλας σε τέτοιο σημείο, που άμα κάποιος  «ανθρωπάκος» πήγαινε να πει κάτι σοβαρό ή δεν έβρισκε βήμα, το πιθανότερο, ή το πολύ πολύ ως «γραφικός», αντιμετώπιζε μια κατάσταση του στυλ «Άντε, πες το ποίημα σου και τέλειωνε, να κάνουμε κι εμείς τη δουλειά μας ». Κι η δουλειά ήταν αυτή που εκούσια ή ακούσια προετοίμαζε το επερχόμενο.  «Αξίζεις; Θα σε κοντύνω να μη φαίνεσαι. Θα φωνάξω πιο δυνατά να μην ακούγεσαι, δεν έχει σημασία τι θα πω, δε με νοιάζει και κυρίως δεν ντρέπομαι, φτάνει να μην υπάρχεις εσύ, και δεν πρέπει να υπάρχεις, γιατί ξέρεις ποιος είμ’ εγώ ρε;»  Εντάξει, δεν ξέρω αλλά υποθέτω!!!.

5 Μαΐ 2020

Δέκα χρόνια σιωπής.


Γιατί όσο και αν μαλώνουμε για τις επαναστάσεις και τις προβοκάτσιες, η δικαιοσύνη δεν έχει ακόμη αποδοθεί και αυτό δεν μπορεί να το αμφισβητήσει κανείς.
Μπορεί κάποιος να διαφωνήσει με όσους λόγους αναφέρθηκαν παραπάνω για να θυμόμαστε τους νεκρούς της Marfin, μπορεί επίσης να βρει και άλλους λόγους για να  τους θυμόμαστε, καθένας μας άλλωστε έχει τους δικούς του κώδικες και μηχανισμούς αποθήκευσης και ανάσυρσης από τη μνήμη γεγονότων. Πρέπει όμως, και μπορούμε να συμφωνήσουμε, πως η ανάμνηση των συμπολιτών μας που έφυγαν από τη ζωή με αυτό το βίαιο και άδικο τρόπο είναι ένας φόρος τιμής, ένας φόρος τιμής όχι στα θύματα και στις οικογένειες τους, αλλά στο κράτος δικαίου, στη δημοκρατία, στην αντίθεση μας στη βία. Ένας φόρος τιμής στη λογική, στο μέτρο και στη σκέψη. Ένας φόρος τιμής στην ανθρώπινη ύπαρξη που δεν μπορεί να θυσιάζεται στο βωμό κανενός δικαιώματος, πραγματικού ή επίπλαστου. Ένας φόρος τιμής στον ίδιο τον άνθρωπο.

3 Μαΐ 2020

Τα πρώτα μας ξενύχτια...


Ο Έρνεστ Χεμινγουέι έχει πει ότι «ο κόσμος «σπάει» τους πάντες. Και μετά κάποιοι γίνονται δυνατότεροι μέσα από τα συντρίμμια τους». Βλέπω καθημερινά ανθρώπους οι οποίοι έχουν «σπάσει». Κάποιοι οριστικά. Και κάποιοι, όντως, προσπαθούν συνειδητά να σηκωθούν. Δίνουν μάχη για το καλύτερο. Για τους ίδιους και την οικογένειά τους. Τους φίλους, τους συναδέλφους, τους γείτονές τους.
Δεν είναι πολλοί αυτοί, δυστυχώς. Όμως, πιστεύω ότι ο άνθρωπος κάπου «πιάνεται», κάπου «πατάει» για να μπορεί να κοιτάξει ψηλά. Για να βγει δυνατότερος από τα συντρίμμια του.
Χωρίς να ενδιαφέρει κανέναν, για κάποιο περίεργο τρόπο, εμένα μου δίνει δύναμη το παρελθόν για να μπορώ να ελπίζω στο μέλλον. Εννοώντας ότι αφού κατάφερα να επιβιώσω όντας γεννημένος σε μία μέση προς φτωχή οικογένεια για τα σημερινά δεδομένα, θα τα καταφέρω και τώρα με τη βοήθεια της Πίστης.
Το έχουμε ξαναπεί, τα παιδιά που γεννήθηκαν τη δεκαετία του ’60 και μεγάλωσαν καταλαβαίνοντας τον κόσμο τις δεκαετίες του ’70 και του ’80, έζησαν με στερήσεις. Το χαρτζιλίκι του δεκάρικου, την εβδομάδα, ήταν πολυτέλεια. Σε δημόσια σχολεία μάθαμε γράμματα. Στις αλάνες και τους χωματόδρομους παίξαμε και γίναμε υγιείς ψυχικά και σωματικά.
Με προσευχή στο Θεό να τον ευχαριστούμε για το κάθε φως της μέρας που αντικρίζαμε και το κάθε πιάτο φαΐ που μαγείρευε η μητέρα και το κάθε μεροκάματο που έφερνε ο πατέρας. Δεν είχαμε ακριβά αθλητικά παπούτσια με ειδικές σόλες. Αλλά είχαμε αυτή την αχλή της αγάπης να μας σκεπάζει. Της εντιμότητας και της αθωότητας που ήταν τα σημεία των καιρών.
Τα παιδικά καλοκαίρια μπορούσαμε να περάσουμε όλη τη μέρα φορώντας το μαγιώ και να παίζουμε στη θάλασσα. Με ένα σάντουιτς και δύο μπουκάλια νερό. Και μετά τα εφηβικά και τα πρώτα «αντρικά» καλοκαίρια. Η θρυλική γενιά της μαγικής δεκαετίας του ’80. Η γενιά των ταινιών του Ψάλτη, του Γαρδέλη και της Φίνου. Η γενιά του «βασικά καλησπέρα σας», «ρόδα, τσάντα και κοπάνα», «καμικάζι αγάπη μου» που γέμιζε ασφυκτικά τα σινεμά του τότε.
Τα πρώτα μας μηχανάκιατα «γκαρελάκια» μετά τα ποδήλατα. Το μαλλί – χαίτη, τα παντελόνια μπάγκι, οι βάτες στα σακάκια, οι άσπρες κάλτσες με το μαύρο παπούτσι, όλη η ενδυμασία αγορασμένη από το υπόγειο Πανταζόνας στην Κάνιγγος. Οι ντισκοτέκ της εποχής. Η Σαν Λορέτζο στο Γέρακα, η Στέισον ουάν και η Βίντεο στην Πατησίων, η Μπαρμπαρέλα στη Συγγρού, η Βαλεντίνο στη Δεκελείας, η Τροπικάλια στο Μάτι, η Τζάκι Ο και η Άθενς στη Μιχαλακοπούλου.
Τα πρώτα μεθύσια με καμπάριμαρτίνιφρουίτ παντς με αλκοόλμπύρα για τους πιο «νταήδες». Και στο πάνθεον της χορευτικής μουσικής Μόντερν Τόκινγκ, Γκαζέμπο, Άλφαβιλ, Τέιλορ Ντέιν, Γουάμ, Φάλκο, Ντουράν και δεκάδες άλλοι καλλιτέχνες και συγκροτήματα. Αλλά και οι Έλληνες Μιχάλης Ρακιντζής με τον Σκραπ Τάουν, ο Κώστας Χαριτοδιπλωμένος, ο Κώστας Μπίγαλης και συγγνώμη από τους άλλους που ξεχνάω…
Τότε μεσουρανούσαν τα «ηλεκτρονικά». Κάθε δρόμος κι ένα τέτοιο μαγαζί. Με πακ μαν, «τουβλάκια» και όλα τα παιχνίδια που παίζαμε με τις ώρες. Αρκεί να είχαμε χαρτζιλίκι και να είμαστε καλοί για να πάρουμε κι άλλες «πίστες».
Νύχτες με κατς στο γήπεδο Παναθηναϊκού. Με τον αείμνηστο Απόστολο Σουγκλάκο, την Κυπριακή λαίλαπα, τον μασκοφόρο Ντιμπέστια (τι ονόματα Παναγία μου) να μονομαχούν στο «κλουβί». Εμπειρία μοναδική όταν σαλτάραμε από τα κάγκελα της θύρας 4 με τον μεγάλο (25άρη) της εποχής «Γκαγκάριν».
Ήταν η εποχή της «αλλαγής» που επιτράπηκε τα αγόρια να έχουν μακριά μαλλιά (επιτέλους) ή τα κορίτσια να πετάξουν τις ποδιές και να φορέσουν μίνι (η χαρά των αγοριών).
Δεν είχαμε κινητά, αλλά στα ραντεβού μας ήμασταν κύριοι. Αν θέλαμε να μιλήσουμε στην κοπέλα μας (στα αγόρια τους οι κοπέλες) μακριά από τα αδιάκριτα αυτιά των γονέων στο σπίτι, πηγαίναμε στο περίπτερο της γειτονιάς και ρίχναμε δίφραγκο στο κόκκινο τηλέφωνο του ΟΤΕ. Κι αν η γραμμή είχε παράσιτα παίρναμε το μηδέν για να καθαρίσει, όπως θυμάται πολύ όμορφα στο ομότιτλο βιβλίο του ο Κωνσταντίνος Καμάρας.
Η αλήθεια είναι, βέβαια, ότι η δεκαετία του ’80 μόνο μηδέν δεν πήρε σε συναισθήματα και δημιουργία αναμνήσεων. Άλλωστε, ήταν μία δεκαετία που έμεινε στην ιστορία για τη μοναδικότητά της. Ακόμη και το κιτς ήταν ανεπανάληπτο. Ήταν μια δεκαετία που η νεολαία έβγαινε δυνατότερη από τα συντρίμμια της. Ας ελπίσουμε ότι το ίδιο θα κάνει και η σημερινή…

2 Μαΐ 2020

Σκέψεις του ''Τετράδη''





Εδώ και κάτι χρόνια, αλλά με χειρότερες επιδόσεις τα τελευταία, το ένα στα τρία 15χρονα στην Ελλάδα έχουν πρόβλημα στην κατανόηση κειμένου. Το δείγμα από τη διαρκή έρευνα του Οργανισμού είναι 5.000 μαθητές από 212 δημόσια και ιδιωτικά ελληνικά σχολεία. Σε επίπεδο 72 χωρών το δείγμα είναι 540.000 15χρονα. Η Ελλάδα, κάτω από τη Λιθουανία και τη Χιλή.

Τι σημαίνει αυτό στην πράξη; Ότι αυτοί που είναι υπεύθυνοι για την εκπαίδευση, τη μόρφωση και την παιδεία των ελληνόπαιδων είτε είναι αμόρφωτοι είτε είναι ασυνείδητοι. Και επικεντρώνομαι σ αυτούς, επειδή το παιδί είναι το αποτέλεσμα μιας μιμητικής και μιας παιδευτικής διαδικασίας. Δε μαθαίνει μόνο του. Μιμείται και καθοδηγείται.

Αυτοί, λοιπόν, που έχουν και την ευθύνη για τη μόρφωση των παιδιών, είτε είναι γονείς, είτε δάσκαλοι, είτε και τα δύο, έχουν και την υποχρέωση (όχι απλώς το δικαίωμα) να εκλέγουν και κυβερνήσεις.

Όποιος πιστεύει ότι οι κυβερνήσεις βγαίνουν από την πλειοψηφία των πολιτών δεν έχει παρά να δεί διαχρονικά τα αποτελέσματα των εκλογών σε απόλυτους αριθμούς. Εκεί θα διαπιστώσει ότι οι κυβερνήσεις βγαίνουν, με λίγες εξαιρέσεις, από τη μετακίνηση ενός 5%- 10% των ψηφοφόρων προς ένα κόμμα, από αναμέτρηση σε αναμέτρηση. Αυτό, λοιπόν, το 5% με 10% των πολιτών καθορίζει την τύχη του άλλου 90% σχεδόν πάντα τα τελευταία αρκετά χρόνια.

Η ιδεολογία έχει πάψει εδώ και πολλές δεκαετίες να βαραίνει στην ψήφο των πολιτών. Η συντριπτική πλειονότητα ψηφίζει είτε με το θυμικό, βρίζοντας αυτούς που είχε ψηφίσει, είτε με το στενό ατομικό και οικογενειακό συμφέρον. Για το σύνολο, ελάχιστοι!

Επιπλέον, με τη διαρκή λατρεία προς τα δικαιώματα και την ταυτόχρονη απαρέσκεια προς τις υποχρεώσεις, ο νεοελληνικός μεταπολιτευτικός πολιτισμός παράγει όλο και πιο πολλούς πολίτες, που έχουν απαιτήσεις από όλους εκτός από τους εαυτούς τους.

Πού γεννήθηκαν όλα αυτά; Στην ευκολία, με την οποία άρχισαν να κερδίζονται τα προς το ζην από μια κοινωνία που ήταν η χρυσοτόκος όρνιθα για λαοπλάνους και αριβίστες, οι οποίοι χρησιμοποίησαν τον πληθυσμό, αδιαφορώντας εντελώς για την ταυτόχρονη Μόρφωση και την Παιδεία του. Τον διέφθειραν με το παράδειγμά τους. Τον έκαναν σ' ένα μεγάλο ποσοστό σαν κι αυτούς.

Αυτό το περιβάλλον έχει γεννήσει και γιγαντώσει ένα φαινόμενο αυτοθαυμασμού χωρίς κόπο, και αντίστοιχου υπέρμετρου θαυμασμού των απογόνων, που αντιμετωπίζονται από τεράστιο κομμάτι του πληθυσμού σαν άστρα λαμπρότερα του ήλιου με μοναδικό προσόν ένα: Ότι είναι δικά του παιδιά!

Αυτή η νοοτροπία μεταφέρεται νύχτα και μέρα με τη συμπεριφορά των γονιών στα παιδιά, που θεωρούν φυσιολογική την αναβάθμισή τους κάπου μεταξύ Αϊνστάιν και ημίθεου. Για πλήθος γονιών η έννοια του φυσιολογικού παιδιού είναι άγνωστη όταν αφορά στο δικό τους παιδί που είναι φαινόμενο, ενώ η έννοια του υποδεέστερου είναι η φυσιολογική όταν αφορά στα παιδιά των άλλων! Γιατί δε χωράνε πολλά φαινόμενα στα ένα και μοναδικό «εγώ»…

Μ αυτή τη νοοτροπία παραδίνονται τα παιδιά αυτά στα σχολεία, συχνά με την απαίτηση να αντιμετωπίζονται και από τους νηπιαγωγούς και τους δασκάλους ως αξιοθαύμαστες ιδιαιτερότητες, που αξίζουν κάθε χατηριού, επιείκειας, χαϊδέματος και υπερπροστασίας, σαν αυτής που έχουν και στο σπίτι.

Φυσικά, η αυστηρότητα, με την έννοια της προετοιμασίας για τη σκληρότητα της αληθινής ζωής, η δίκαιη μεταχείριση με την έννοια της ανάληψης ή απόδοσης ευθύνης ανάλογα με τις πράξεις και τις παραλείψεις και η Απαίτηση με την έννοια της τήρησης της συμφωνίας «έρχεσαι να μάθεις- έρχομαι να σου μάθω» είναι σχεδόν ανύπαρκτες στα σχολεία, γιατί είναι ανύπαρκτες σε πολλά σπίτια, που έχουν επιβληθεί ως κυρίαρχη νοοτροπία.

Ταυτόχρονα, η απαίτηση αυτή των γονιών για όλα τα παραπάνω γίνεται και επιθετική απαίτηση προς τους δάσκαλους και στη συνέχεια προς τους καθηγητές. Πρόκειται για μια τρομοκράτηση του εκπαιδευτικού συστήματος από έναν νεοελληνικό κανακαρισμό, που εκτός των άλλων, έχει οδηγήσει εδώ και δεκαετίες πολλούς καθηγητές και δασκάλους στην παραίτηση από την παιδευτική διδασκαλία και στην άσκηση της διδασκαλίας «δε ζορίζομαι, μάθετε ό,τι θέλετε».

Ισχυρό βοήθημα σ αυτό ήρθε εδώ και δεκαετίες ένα αμόρφωτο πολιτικό και συνδικαλιστικό σύστημα εκπαίδευσης στα σχολεία, που βασίστηκε κατ αρχήν στην ψηφοθηρική εύνοια των γονιών και μετά στην παροχή όλο και περισσότερων υλικών και θεσμικών δικαιωμάτων, αλλά με όσο γίνεται λιγότερες υποχρεώσεις από τους διδάσκοντες.

Όλο αυτό το άρρωστο σύστημα παράγει από τη φύση του λιγότερο κόπο. Λιγότερος κόπος σημαίνει μικρότερη προσπάθεια, επομένως λιγότερες γνώσεις. Επειδή, γνώση χωρίς προσπάθεια δεν έχει ανακαλυφθεί ακόμα.

Μια γενιά νεοελλήνων, λοιπόν, με αποκλειστική ευθύνη των κυβερνητών της θεοποίησε την όσο το δυνατόν πιο άκοπη καλοπέραση, άρχισε να αυτοθαυμάζεται για αυτή και φυσικά άρχισε να προσκυνάει τα παιδιά της σαν θαύματα της φύσης και να αποφεύγει τις έννοιες της υποχρέωσης και της ευθύνης σαν το διάολο το λιβάνι. Επειδή και ο λαός είναι σαν τα παιδιά. Μιμείται και εκπαιδεύεται. Ό,τι βρίσκει κάνει.

Η νοοτροπία του μικρότερου κόπου, που εξακολουθεί να είναι Κυρίαρχη, ασχέτως του πόσοι την ενστερνίζονται, συμπαρασύρει τα πάντα. Συμπαρασύρει την ευκολία των γονιών να παραδίνουν τα παιδιά τους στην αγράμματη τηλεόραση των 2.000 λέξεων, κι αυτών συχνά εκφωνημένων λάθος, την ευκολία των ίδιων να μην ανοίγουν ένα βιβλίο να διαβάσουν, προτιμώντας την αποβλάκωση ενός στην πλειονότητά του αγράμματου διαδίκτυου, την ευκολία σε ό,τι απαιτεί λιγότερη και απλούστερη σκέψη, όπως απαιτούν ανοιχτά και οι περισσότερες διαφημίσεις! Γιατί η σκέψη απαιτεί κόπο και δεν ευνοεί τον σανό.

Μ αυτά τα δεδομένα δεν είναι καν είδηση ότι ένα στα τρία από τα σημερινά 15χρονα ελληνόπουλα δεν κατανοούν ένα κείμενο, όπως πιθανώς δεν το κατανοούν οι γονείς τους, και όπως δεν τους το διδάσκουν οι καθηγητές τους- αν το κατανοούν κι εκείνοι!

Και δεν είναι καν είδηση ότι η ελληνική κοινωνία γίνεται χρόνο με το χρόνο πιο αμόρφωτη, πιο αγράμματη και πιο απαίδευτη, όσο κι αν δεν της αρέσει να το ακούει. Και όσο πιο αμόρφωτη γίνεται τόσο πιο δύσκολα κατανοεί λέξεις και έννοιες, τόσο πιο λίγες μαθαίνει, και τόσο λιγότερη ποιοτική σκέψη (το λέμε και κοινή λογική ή και επαναστατική λογική υψηλών νοημάτων) μπορεί να παραγάγει.

Αν, σύμφωνα με τα αποτελέσματα του ΟΟΣΑ, το ένα στα τρία 15χρονα δεν μπορεί να κατανοήσει ένα κείμενο, δεν είναι να απορεί κανείς που ένας στους τέσσερις από τους ενήλικες δεν μπορεί να κατανοήσει τη διαφορά μεταξύ ενός απατεώνα κι ενός ευεργέτη. Στο ίδιο σπίτι μεγαλώνουν.