Ο Κάρολος Κουν γεννήθηκε στη Προύσα της Μικράς Ασίας στις 13 Σεπτεμβρίου 1908. Όταν ήταν 6 μηνών οι γονείς του μετακόμισαν στην Πόλη, στην οποία παρέμεινε ως τα 20 του χρόνια.
Αν και γεννήθηκα στην Προύσα, την Προύσα δεν τη γνώρισα. Από μικρός βρέθηκα στην Πόλη και κει μεγάλωσα. Από κει αρχίζουν οι αναμνήσεις, εκεί δημιουργήθηκαν οι πρώτοι ερεθισμοί, τα πρώτα συναισθήματα, η πρώτη επαφή με την έξω από μένα πραγματικότητα. Μεγάλωσα σα Ρωμιός, μέσα σε ένα ρωμέικο αστικό σπίτι.
Κανένας από τους προγονούς του δεν είχε σχέση με την τέχνη, οι περισσότεροι είχαν ασχοληθεί με το εμπόριο και τις επιχειρήσεις. Το 1920 ξεκινάει σπουδές στη Ροβέρτειο Σχολή. Εσωτερικός στη Ροβέρτειο, ένα αμερικάνικο κολλέγιο που ιδρύθηκε από ιεραποστόλους, με αμερικάνικα τραγούδια και ψαλμούς, με γήπεδα μπάσκετ και αθλητικά αγωνίσματα…
Όταν απεφοίτησα το 1928, μακριά από τους συμμαθητές μου και τους συγγενείς που σχεδόν όλοι είχαν έρθει στην Ελλάδα, τίποτα δε με συνέδεε πια με την Πόλη. Έφυγα στον ίδιο χρόνο με στόχο σπουδές στο Παρίσι.
Για ένα χρόνο σπουδάζει Αισθητική στη Σορβόνη. Το 1929 εγκαθίσταται στην Αθήνα, όπου και εργάζεται ως καθηγητής της Αγγλικής Φιλολογίας και Γλώσσας στο Κολλέγιο Αθηνών από το 1930 ως το 1939. Με μαθητές του Κολλεγίου, παρουσιάζει τις πρώτες του σκηνοθεσίες σε έργα όπως «Όρνιθες», «Τρικυμία», «Πλούτος». Το 1934 ιδρύει μαζί με τους Γιάννη Τσαρούχη και Διονύσιο Δεβάρη την ημι-επαγγελματική «Λαϊκή Σκηνή» . Βασική επιδίωξη της «Λαϊκής Σκηνής» ήταν η αναβίωση του ελληνικού λαϊκού εξπρεσσιονισμού. Οι ασθητικές αρχές της ήταν οι εξής:
Πιστεύουμε ότι κάθε λαός μπορεί να δημιουργήσει και να αποδώσει μόνο όταν νιώθει τον εαυτό του ριζωμένο στη παράδοση. Θα δώσουμε κάτι που μπορεί να φανεί φτωχό στο εξωτερικό του, γιατί αποβλέψαμε στον μέσα πλούτο των έργων και με τι τρόπο ο πλούτος θα μπορούσε να εκφραστεί πιο καλά, με μέσα απλά και να αγγίξει την ψυχή μας, που την έχουν παραστρατήσει κακές ξένες απομιμήσεις. Το θέατρο είναι μια τέχνη, με αυτοτέλεια, που κρίνεται σύμφωνα με τους νόμους της τέχνης κι όχι κατά πόσο μιμείται τη ζωή πετυχημένα ή όχι
Η «Λαϊκή Σκηνή» λειτούργησε ως τα μέσα του 1936, οπότε και διαλύθηκε για οικονομικούς λόγους. Μετά τη διάλυση της «Λαϊκής Σκηνής» και την αποχώρηση από το Κολλέγιο Αθηνών, ο Κάρολος Κουν συνεργάστηκε πρώτα με το θίασο Κατερίνας (1939) σκηνοθετώντας την «Έντα Γκάμπλερ», με τον θίασο Κοτοπούλη (1939-1941), με τον οποίο ανέβασε 20 έργα, από τα οποία η Κοτοπούλη έπαιξε σε επτά, στην «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή, στο «Μια γυναίκα χωρίς σημασία» του Όσκαρ Ουάιλντ κ.λ.π. Έπειτα, στην περίοδο 1941-1942, ξαναγύρισε στο θίασο Κατερίνας και σκηνοθέτησε άλλα επτά έργα, με τελευταίο την «Νόρα» του Ίψεν.
Η ίδρυση του Θεάτρου Τέχνης
Το 1942, μέσα στην καρδιά της Γερμανικής κατοχής, ο Κάρολος Κουν ιδρύει το Θέατρο Τέχνης. Η πρώτη παράσταση δόθηκε στις 7 Οκτωβρρίου 1942 στο Θέατρο «Αλίκης», με το έργο «Αγριόπαπια» του Ίψεν.
"Το «Θέατρο Τέχνης» ιδρύθηκε το 1942 στην αρχή της Γερμανικής κατοχής. Η ανάγκη για ένα τέτοιο νέο θέατρο, ένα θέατρο συνόλου, είχε ωριμάσει μέσα μου πολύ πριν, τον καιρό που ιδρύθηκε η ημι-επαγγελματική «Λαϊκή Σκηνή». Η εποχή της κατοχής ήταν μια συναισθηματικά, πλούσια εποχή. Έπαιρνες και έδινες πολλά. Μας ζώνανε κίνδυνοι, στερήσεις, βία και τρομοκρατία. Γι’αυτό σαν άνθρωποι αισθανόμασταν την ανάγκη πίστης, εμπιστοσύνης, συναδέλφωσης, έξαρσης και θυσίας.»
«Από το ’38 ως το ’41 είχα αρχίσει την προετοιμασία μιας σχολής από πού πήρα το βασικό υλικό. Από κει βγήκαν ο Διαμαντόπουλος, η Χατζηαργύρη, ο Καλλέργης, ο Ζερβός, η Κατσέλη, η Μεταξά, η Γιαννακοπούλου, η Λαμπροπούλου, ο Βασταρδής, και ήρθα σε επαφή με μερικούς βασικούς συνεργάτες, τον Σεβαστίκογλου, τον Πλωρίτη, τον Στεφανέλλη, τον Νομικό, και προς το τέλος της κατοχής με τον Χατζιδάκι. Δούλευα με αυτό το υλικό σε μια αίθουσα που μας είχε παραχωρήσει στο Ωδείο, 10-12 ώρες την ημέρα. Εκεί που προετοιμαζόμαστε, ήρθε ένας παλιός φίλος ο Κ. Χατζηαργύρης, ο οποίος μας είπε ότι βάζει τα λεφτά, κι έτσι πήραμε το θέατρο «Αλίκης»… . Πεινούσαμε αγρίως, ήμασταν σε κατάσταση τρομακτική. Αλλά υπήρχε πίστη που σήμερα δεν την βρίσκεις εύκολα»
Το 1943 ιδρύεται ο Όμιλος Φίλων του Θεάτρου Τέχνης με σκοπό την επικοινωνία και την ανάπτυξη ενός ισχυρού δεσμού μεταξύ των θεατών και του Θεάτρου, καθώς και την οικονομική ενίσχυση του Θεάτρου Τέχνης.
Την «Αγριόπαπια» σύντομα ακολούθησε το δραματοποιημένο παραμύθι του Στρίνμπεργκ, «Σουάνεβιτ (Κύκνος)». Στη συνέχεια παρουσιάζονται έργα όπως: «Ρόσμερσχόλμ» του Ίψεν , «Έτσι είναι αν έτσι νομίζετε» του Πιραντέλλο, «Κωνσταντίνου και Ελένης» του Γ. Σεβαστίκογλου, «Βρυκόλακες» του Ίψεν, «Έξι πρόσωπα ζητούν συγγραφέα» του Πιραντέλλο, «Στέλλα Βιολάντη» του Ξενόπουλου.
«Το 1945 το «Θέατρο Τέχνης» αναγκάστηκε να διακόψει την λειτουργία του. Αλλά περιμέναμε κι άλλα μας βρήκανε. Χτυπήθηκαν και χάθηκαν ιδανικά και όνειρα και προοπτικές και πάνω απ’ όλα έλλειψε η πίστη. Η πίστη και η μεταξύ μας συνεννόηση και επαφή».
Την περίοδο 1945-1946, ο Κουν επιστρέφει στον θίασο της Κατερίνας, όπου σκηνοθετεί πέντε έργα.
«Το 1946, με λίγο κρύα καρδιά, προσπάθησα να συμμαζέψω και να συναρμολογήσω ότι μπόρεσε να απομείνει. Με λίγο μαζεμένα τα φτερά λειτουργήσαμε άλλα τρία χρόνια.»
Η περίοδος αυτή ήταν ιδιαίτερα γόνιμη. Από το 1946 έως το 1949 οι παραστάσεις δίνονται στο Θέατρο Μουσούρη. Ο Κουν συνεργάζεται μεταξύ άλλων με την Έλλη Λαμπέτη και τη Μελίνα Μερκούρη και παρουσιάζει έργα όπως: «Γυάλινος Κόσμος» και «Λεωφορείο ο Πόθος» του Τ. Ουίλλιαμς, «Πόθοι κάτω από τις λεύκες» του Ο’Νιλ, «Ήταν όλοι τους παιδιά μου» και «Ο θάνατος του εμποράκου» του Μίλερ, «Το φιόρο του λεβάντε» του Ξενόπουλου, «Αχ, αυτά τα φαντάσματα» του ντε Φιλίππο.
«Τότε πια, αναγκαστήκαμε να διακόψουμε οριστικά για λόγους οικονομικό-πολιτικούς και εσωτερικής συνοχής. Θα έπρεπε να σταματήσω και να διαμορφώσω από την αρχή πάλι ένα πυρήνα. Αυτό και έγινε. Εργάστηκα στο «Εθνικό Θέατρο» για δύο χρόνια, ξεπλήρωσα τα χρέη του «Θεάτρου Τέχνης». Παράλληλα συνέχισα τη Σχολή με νέα παιδιά.»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου